αἱμυλία: Difference between revisions
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />grâce, charme, gentillesse.<br />'''Étymologie:''' [[αἱμύλος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />grâce, charme, gentillesse.<br />'''Étymologie:''' [[αἱμύλος]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[αἱμυλία]] -ας, ἡ [[αἱμύλος]] innemendheid. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἱμῠλία:''' ἡ [[учтивость]], [[любезность]] (λόγου и ἐν τοῖς λόγοις Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἱμυλία:''' ἡ ([[αἱμύλος]]), [[απόκτηση]] ενός πράγματος, πανούργοι, δολεροί τρόποι, [[νίκη]], [[κατάκτηση]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''αἱμυλία:''' ἡ ([[αἱμύλος]]), [[απόκτηση]] ενός πράγματος, πανούργοι, δολεροί τρόποι, [[νίκη]], [[κατάκτηση]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[αἱμύλος]]<br />[[winning]], [[wily]] ways, Plut. | |mdlsjtxt=[[αἱμύλος]]<br />[[winning]], [[wily]] ways, Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:57, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, (αἱμύλος) wheedling, αἱ. καὶ χάρις Plu.Num.8, prob. in Phld.Rh.2.77 S.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 encanto, seducción, persuasión en el hablar αἱ. καὶ χάρις Plu.Num.8, cf. Aem.2, 2.16b, Phld.Rh.2.77, μηχανὴ ... ἴυγξ καὶ αἱ. Hld.7.10.3, ἀνάπαιστα ... ἐπιλέγοντες ... αἱμυλίας γέμοντα Alciphr.3.7.3.
2 verosimilitud, plausibilidad λόγοι αἱμυλίας τε καὶ κόμπου ἄγευστοι historias que no tienen el regusto de verosimilitud presuntuosa (de las griegas), Ael.NA 5.49.
3 en mal sent. como sinónimo de βωμολοχία chocarrería Sud.s.u. βωμολοχεύσαιτο.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
grâce, charme, gentillesse.
Étymologie: αἱμύλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἱμυλία -ας, ἡ αἱμύλος innemendheid.
Russian (Dvoretsky)
αἱμῠλία: ἡ учтивость, любезность (λόγου и ἐν τοῖς λόγοις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
αἱμυλία: ἡ, (αἱμύλος) = ὁ ἐπίχαρις καὶ θελκτικὸς τρόπος, πρὸς δὲ καὶ ὁ δολερὸς τρόπος, Πλουτ. Νουμ. 8.
Greek Monotonic
αἱμυλία: ἡ (αἱμύλος), απόκτηση ενός πράγματος, πανούργοι, δολεροί τρόποι, νίκη, κατάκτηση, σε Πλούτ.