γήπεδον: Difference between revisions

From LSJ

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ου (τό) :<br />fonds de terre, <i>particul.</i> fonds de terre attenant à une maison, jardin.<br />'''Étymologie:''' [[γῆ]], -πεδον, cf. [[δάπεδον]].
|btext=ου (τό) :<br />fonds de terre, <i>particul.</i> fonds de terre attenant à une maison, jardin.<br />'''Étymologie:''' [[γῆ]], -πεδον, cf. [[δάπεδον]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''γήπεδον''': τό, =[[γεωπέδιον]], [[τεμάχιον]], [[μέρος]] γῆς, ἐδάφους, Πλάτ. Νόμ. 741D, Ἀριστ. Πολ. 2. 5, 2· πρβλ. Φρύν. ἐν Α. Β. 32. ΙΙ. ὁ δωρ. [[τύπος]] [[γάπεδον]] [ᾷ] παρελήφθη ἐκ διορθώσεως ἀντὶ τοῦ [[δάπεδον]] [ᾰ] ἐν Πινδ. Ν. 7. 121, Αἰσχύλ. Πρ. 829, [[χάριν]] τοῦ μέτρου· πρβλ. Στέφ. Β. «[[γήπεδον]]..., [[ὅπερ]] οἱ τραγικοὶ διὰ τοῦ ᾱ φασὶ δωρίζοντες»· οὕτω μετεχειρίζοντο τοὺς δωρ. τύπους [[γαμόρος]], [[γάποτος]], κτλ.
|elnltext=[[γήπεδον]] -ου, τό, Dor. [[γάπεδον]] -ου [γῆ, [[πέδον]] stuk grond.
}}
{{lsm
|lsmtext='''γήπεδον:''' Δωρ. και Τραγ. γά-πεδον, τό, [[τεμάχιο]], [[κομμάτι]] γης, σε Αισχύλ.· πρβλ. γεώ-πεδον.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 31: Line 28:
|mdlsjtxt=a [[plot]] of [[ground]], Aesch.
|mdlsjtxt=a [[plot]] of [[ground]], Aesch.
}}
}}
{{elnl
{{lsm
|elnltext=[[γήπεδον]] -ου, τό, Dor. [[γάπεδον]] -ου [γῆ, [[πέδον]] stuk grond.
|lsmtext='''γήπεδον:''' Δωρ. και Τραγ. γά-πεδον, τό, [[τεμάχιο]], [[κομμάτι]] γης, σε Αισχύλ.· πρβλ. γεώ-πεδον.
}}
{{ls
|lstext='''γήπεδον''': τό, =[[γεωπέδιον]], [[τεμάχιον]], [[μέρος]] γῆς, ἐδάφους, Πλάτ. Νόμ. 741D, Ἀριστ. Πολ. 2. 5, 2· πρβλ. Φρύν. ἐν Α. Β. 32. ΙΙ. ὁ δωρ. [[τύπος]] [[γάπεδον]] [ᾷ] παρελήφθη ἐκ διορθώσεως ἀντὶ τοῦ [[δάπεδον]] [ᾰ] ἐν Πινδ. Ν. 7. 121, Αἰσχύλ. Πρ. 829, [[χάριν]] τοῦ μέτρου· πρβλ. Στέφ. Β. «[[γήπεδον]]..., [[ὅπερ]] οἱ τραγικοὶ διὰ τοῦ ᾱ φασὶ δωρίζοντες»· οὕτω μετεχειρίζοντο τοὺς δωρ. τύπους [[γαμόρος]], [[γάποτος]], κτλ.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[plot of ground]]
|woodrun=[[plot of ground]]
}}
}}

Revision as of 20:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γήπεδον Medium diacritics: γήπεδον Low diacritics: γήπεδον Capitals: ΓΗΠΕΔΟΝ
Transliteration A: gḗpedon Transliteration B: gēpedon Transliteration C: gipedon Beta Code: gh/pedon

English (LSJ)

τό, A = γεώπεδον, plot of ground, Pl.Lg.741c, Arist.Pol.1263a3. II Trag. used Dor. form γάπεδον acc. to St. Byz.: hence γ. for δάπεδον (metri gr.), A.Pr.829 (Pors.).

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Alolema(s): jón. γεώπ- Hdt.7.28; dór. γάπ- IG 4.823.58 (Trecén IV a.C.), St.Byz.s.u. Γῆ, Hsch.
fundo, predio rústico μοι ἀπὸ ἀνδραπόδων τε καὶ γεωπέδων ἀρκέων ἐστὶ βίος Hdt.l.c., τὸν πριάμενον ... ὧν ἔλαχεν οἰκοπέδων ἢ γηπέδων Pl.Lg.741c, cf. Arist.Pol.1263a3, Lyc.617, IG l.c.
terreno, solar Hsch.l.c., Phot.γ 107.

German (Pape)

[Seite 489] τό, = γεώπεδον, Grundstück, Garten; ἢ οἰκόπεδον Plat. Legg. V, 741 c; vgl. Phryn. B. A. 32, der hinzusetzt τὰ ἐν ταῖς πόλεσι προκείμενα ταῖς οἰκίαις, wie Schol. Il. 4, 2.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
fonds de terre, particul. fonds de terre attenant à une maison, jardin.
Étymologie: γῆ, -πεδον, cf. δάπεδον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γήπεδον -ου, τό, Dor. γάπεδον -ου [γῆ, πέδον stuk grond.

Russian (Dvoretsky)

γήπεδον: ион. γεώπεδον или γεωπέδιον τό участок земли Her., Plat., Arst.

Middle Liddell

a plot of ground, Aesch.

Greek Monotonic

γήπεδον: Δωρ. και Τραγ. γά-πεδον, τό, τεμάχιο, κομμάτι γης, σε Αισχύλ.· πρβλ. γεώ-πεδον.

Greek (Liddell-Scott)

γήπεδον: τό, =γεωπέδιον, τεμάχιον, μέρος γῆς, ἐδάφους, Πλάτ. Νόμ. 741D, Ἀριστ. Πολ. 2. 5, 2· πρβλ. Φρύν. ἐν Α. Β. 32. ΙΙ. ὁ δωρ. τύπος γάπεδον [ᾷ] παρελήφθη ἐκ διορθώσεως ἀντὶ τοῦ δάπεδον [ᾰ] ἐν Πινδ. Ν. 7. 121, Αἰσχύλ. Πρ. 829, χάριν τοῦ μέτρου· πρβλ. Στέφ. Β. «γήπεδον..., ὅπερ οἱ τραγικοὶ διὰ τοῦ ᾱ φασὶ δωρίζοντες»· οὕτω μετεχειρίζοντο τοὺς δωρ. τύπους γαμόρος, γάποτος, κτλ.

English (Woodhouse)

plot of ground

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)