διχήρης: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />qui marque la division (du mois) en deux parties (ép. de la lune).<br />'''Étymologie:''' [[δίχα]], *ἄρω.
|btext=ης, ες:<br />qui marque la division (du mois) en deux parties (ép. de la lune).<br />'''Étymologie:''' [[δίχα]], *ἄρω.
}}
{{elru
|elrutext='''δῐχήρης:''' [[разделяющий пополам]] ([[κύκλος]] [[πανσέληνος]] μηνὸς δ. Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δῐχήρης:''' -ες (*ἄρω), αυτός που διαιρεί, αυτός που διχοτομεί το [[μήνα]] σε [[δύο]] μέρη, με γεν., λέγεται για το [[φεγγάρι]], σε Ευρ.
|lsmtext='''δῐχήρης:''' -ες (*ἄρω), αυτός που διαιρεί, αυτός που διχοτομεί το [[μήνα]] σε [[δύο]] μέρη, με γεν., λέγεται για το [[φεγγάρι]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δῐχήρης:''' [[разделяющий пополам]] ([[κύκλος]] [[πανσέληνος]] μηνὸς δ. Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<i>adj</i> [*ἄρω]<br />[[dividing]] the [[month]] in [[twain]], c. gen., of the [[moon]], Eur.
|mdlsjtxt=<i>adj</i> [*ἄρω]<br />[[dividing]] the [[month]] in [[twain]], c. gen., of the [[moon]], Eur.
}}
}}

Revision as of 12:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐχήρης Medium diacritics: διχήρης Low diacritics: διχήρης Capitals: ΔΙΧΗΡΗΣ
Transliteration A: dichḗrēs Transliteration B: dichērēs Transliteration C: dichiris Beta Code: dixh/rhs

English (LSJ)

ες, dividing in twain, κύκλος… μηνὸς διχήρης, of the moon, E.Ion1156.

Spanish (DGE)

(δῐχήρης) -ες
que divide en dos partes κύκλος ... μηνὸς δ. E.Io 1156.

German (Pape)

[Seite 646] μηνός, wird der Mond Eur. Ion 1171 genannt, was gew. der Zertheiler des Monats erklärt wird.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui marque la division (du mois) en deux parties (ép. de la lune).
Étymologie: δίχα, *ἄρω.

Russian (Dvoretsky)

δῐχήρης: разделяющий пополам (κύκλος πανσέληνος μηνὸς δ. Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

διχήρης: -ες, εἰς δύο διῃρημένος, διχότομος, κύκλος… μηνός διχήρης, ἐπὶ τῆς σελήνης, Εὐρ. Ἴων. 1156.

Greek Monolingual

διχήρης, -ες (Α)
χωρισμένος στα δύο.

Greek Monotonic

δῐχήρης: -ες (*ἄρω), αυτός που διαιρεί, αυτός που διχοτομεί το μήνα σε δύο μέρη, με γεν., λέγεται για το φεγγάρι, σε Ευρ.

Middle Liddell

adj [*ἄρω]
dividing the month in twain, c. gen., of the moon, Eur.