δικηφόρος: Difference between revisions
ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />vengeur <i>litt.</i> qui apporte la justice <i>ou</i> la vengeance.<br />'''Étymologie:''' [[δίκη]], [[φέρω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />vengeur <i>litt.</i> qui apporte la justice <i>ou</i> la vengeance.<br />'''Étymologie:''' [[δίκη]], [[φέρω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δῐκηφόρος:''' [[несущий возмездие]], [[карающий]] ([[Ζεύς]], [[ἡμέρα]] Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δῐκηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που αποδίδει [[δικαιοσύνη]], [[εκδικητής]], [[τιμωρός]], [[Ζεύς]], σε Αισχύλ.· [[ἡμέρα]] δ., η [[ημέρα]] της εκδίκησης, στον ίδ.· ως ουσ., [[εκδικητής]], [[τιμωρός]], στον ίδ. | |lsmtext='''δῐκηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που αποδίδει [[δικαιοσύνη]], [[εκδικητής]], [[τιμωρός]], [[Ζεύς]], σε Αισχύλ.· [[ἡμέρα]] δ., η [[ημέρα]] της εκδίκησης, στον ίδ.· ως ουσ., [[εκδικητής]], [[τιμωρός]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=δῐκη-[[φόρος]], ον <i>adj</i> [[φέρω]]<br />[[bringing]] [[justice]], [[avenging]], [[Ζεύς]] Aesch.; [[ἡμέρα]] δ. the day of [[vengeance]], Aesch.:—as [[substantive]] an [[avenger]], Aesch. | |mdlsjtxt=δῐκη-[[φόρος]], ον <i>adj</i> [[φέρω]]<br />[[bringing]] [[justice]], [[avenging]], [[Ζεύς]] Aesch.; [[ἡμέρα]] δ. the day of [[vengeance]], Aesch.:—as [[substantive]] an [[avenger]], Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, bringing justice, avenging, Ζεύς A.Ag.525; ἡμέρα δ. the day of vengeance, ib.1577; ὁ δ. avenger, opp. δικαστής, Id.Ch.120.
Spanish (DGE)
(δῐκηφόρος) -ον
1 justiciero, reparador Ζεύς A.A.525, ἡμέρα δ. día de la justicia A.A.1577.
2 vengador op. δικαστής: πότερα δικαστὴν ἢ δικηφόρον λέγεις; ¿hablas de un juez o acaso de un vengador? A.Ch.120.
German (Pape)
[Seite 629] Rache bringend, rächend, strafend; Ζεύς Aesch. Ag. 511; ἡμέρα 1559; Ch. 118 πότερα δικαστὴν ἢ δικηφόρον λέγεις; Richter od. Rächer?
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
vengeur litt. qui apporte la justice ou la vengeance.
Étymologie: δίκη, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
δῐκηφόρος: несущий возмездие, карающий (Ζεύς, ἡμέρα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
δῐκηφόρος: -ον, ὁ φέρων δικαιοσύνην, ἐκδίκησιν, τιμωρός, ἐκδικητής, Ζεὺς Αἰσχύλ. Ἀγ. 525· ἡμέρα δ., ἡ ἡμέρα τῆς ἐκδικήσεως, αὐτόθι 1577· ὁ δ., ὁ ἐκδικητής, ἀντίθ. δικαστής, ὁ αὐτ. Χο. 120.
Greek Monolingual
δικηφόρος, -ον (Α)
τιμωρός, εκδικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκη + -φόρος < φέρω.
Greek Monotonic
δῐκηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που αποδίδει δικαιοσύνη, εκδικητής, τιμωρός, Ζεύς, σε Αισχύλ.· ἡμέρα δ., η ημέρα της εκδίκησης, στον ίδ.· ως ουσ., εκδικητής, τιμωρός, στον ίδ.
Middle Liddell
δῐκη-φόρος, ον adj φέρω
bringing justice, avenging, Ζεύς Aesch.; ἡμέρα δ. the day of vengeance, Aesch.:—as substantive an avenger, Aesch.