εὐῶπις: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ιδος<br /><i>adj. f.</i><br />aux beaux yeux <i>ou</i> beau à voir.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὤψ]].
|btext=ιδος<br /><i>adj. f.</i><br />aux beaux yeux <i>ou</i> beau à voir.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὤψ]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐῶπις:''' ιδος adj. f с красивыми глазами или с прекрасной наружностью ([[κούρη]] Hom., HH; Σελάνα Pind.; [[Δηϊάνειρα]] Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐῶπις:''' -ιδος, ἡ (ὤψ), αυτός που έχει ωραία [[εμφάνιση]], [[καλή]] όψη, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.
|lsmtext='''εὐῶπις:''' -ιδος, ἡ (ὤψ), αυτός που έχει ωραία [[εμφάνιση]], [[καλή]] όψη, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐῶπις:''' ιδος adj. f с красивыми глазами или с прекрасной наружностью ([[κούρη]] Hom., HH; Σελάνα Pind.; [[Δηϊάνειρα]] Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐ-ῶπις, ιδος [ὤψ]<br />[[fair]] to [[look]] on, Od., Pind.
|mdlsjtxt=εὐ-ῶπις, ιδος [ὤψ]<br />[[fair]] to [[look]] on, Od., Pind.
}}
}}

Revision as of 13:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐῶπις Medium diacritics: εὐῶπις Low diacritics: ευώπις Capitals: ΕΥΩΠΙΣ
Transliteration A: euō̂pis Transliteration B: euōpis Transliteration C: evopis Beta Code: eu)w=pis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, (ὤψ) fair-eyed, or fair to look on, εὐώπιδα κούρην Od. 6.113,142, h.Cer.333, cf. S.Tr.523 (lyr.), Pae.Erythr.13, Call.Dian. 204; εὐ. Σελάνα Pi.O.10(11).74: in later Prose, of Hera, Max.Tyr. 14.6.

German (Pape)

[Seite 1111] ιδος, ἡ, fem. zum Folgdn, mit schönen Augen, schönem Angesicht; εὐώπιδα κούρην Od. 6, 113; h. Cer. 333; Σελάνα Pind. Ol. 11, 77; Soph. Tr. 520 u. sp. D., wie Ap. Rh. 4, 1090.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f.
aux beaux yeux ou beau à voir.
Étymologie: εὖ, ὤψ.

Russian (Dvoretsky)

εὐῶπις: ιδος adj. f с красивыми глазами или с прекрасной наружностью (κούρη Hom., HH; Σελάνα Pind.; Δηϊάνειρα Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐῶπις: -ιδος, ἡ (ὤψ), ἔχων ὡραίους ὀφθαλμοὺς ἢ ὡραῖος τὴν ὄψιν, εὐώπιδα κούρην Ὀδ. Ζ. 113. 142, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμητρ. 334, πρβλ. Σοφ. Τρ. 523· εὐῶπις Σελάνα Πινδ. Ο. 10 (11). 90· - ἀναγινωσκόμενον παρά τινων ὡς ἀρσεν. παρὰ τῷ Αἰλ. π. Ζ. 8. 12, πρβλ. Ἰακώψιον ἐν τόπω· ἴδε ἐν λέξ. εὐώψ.

English (Autenrieth)

ιδος (ὤψ): fair-faced. (Od.)

English (Slater)

fair to look upon εὐώπιδος σελάνας ἐρατὸν φάος (O. 10.74)

Greek Monolingual

εὐῶπις, -ιδος, ἡ (Α)
αυτή που έχει ωραία μάτια, ωραία όψη («εὐώπιδα κούρην», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυκό του εύωψ βλ. λ.].

Greek Monotonic

εὐῶπις: -ιδος, ἡ (ὤψ), αυτός που έχει ωραία εμφάνιση, καλή όψη, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.

Middle Liddell

εὐ-ῶπις, ιδος [ὤψ]
fair to look on, Od., Pind.