διαμηχανάομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=-ῶμαι;<br />essayer par toutes sortes de moyens.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[μηχανάω]].
|btext=-ῶμαι;<br />essayer par toutes sortes de moyens.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[μηχανάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διαμηχᾰνάομαι''': ἀποθ., [[ἐφευρίσκω]], κατορθώνω, ἐπινοῶ, δ. [[ὅπως]]… Ἀριστοφ. Ἱππ. 917· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πλάτ. Συμπ. 179D.
|elnltext=δια-μηχανάομαι uitproberen, verzinnen.
}}
{{elru
|elrutext='''διαμηχᾰνάομαι:''' [[постоянно затевать]], [[усиленно выдумывать]], [[изобретать всяческие способы]] (ποιεῖν τι Plat., Plut.): διαμηχανήσομαι [[ὅπως]] ἂν Arph. я уж устрою так, чтобы ….
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαμηχᾰνάομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[εφευρίσκω]], [[μηχανεύομαι]], [[κατορθώνω]], [[επινοώ]], σε Αριστοφ., Πλάτ.
|lsmtext='''διαμηχᾰνάομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[εφευρίσκω]], [[μηχανεύομαι]], [[κατορθώνω]], [[επινοώ]], σε Αριστοφ., Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διαμηχᾰνάομαι:''' [[постоянно затевать]], [[усиленно выдумывать]], [[изобретать всяческие способы]] (ποιεῖν τι Plat., Plut.): διαμηχανήσομαι [[ὅπως]] ἂν Arph. я уж устрою так, чтобы ….
|lstext='''διαμηχᾰνάομαι''': ἀποθ., [[ἐφευρίσκω]], κατορθώνω, ἐπινοῶ, δ. [[ὅπως]]… Ἀριστοφ. Ἱππ. 917· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πλάτ. Συμπ. 179D.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-μηχανάομαι uitproberen, verzinnen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσομαι<br />Dep. to [[bring]] [[about]], [[contrive]], Ar., Plat.
|mdlsjtxt=fut. ήσομαι<br />Dep. to [[bring]] [[about]], [[contrive]], Ar., Plat.
}}
}}

Revision as of 20:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμηχᾰνάομαι Medium diacritics: διαμηχανάομαι Low diacritics: διαμηχανάομαι Capitals: ΔΙΑΜΗΧΑΝΑΟΜΑΙ
Transliteration A: diamēchanáomai Transliteration B: diamēchanaomai Transliteration C: diamichanaomai Beta Code: diamhxana/omai

English (LSJ)

bring about, contrive, δ. ὅπως… Ar.Eq.917; δ. ζῶν εἰσιέναι ἐς Ἅιδου Pl.Smp.179d.

Spanish (DGE)

(διαμηχᾰνάομαι) 1 c. dif. complet. esforzarse por, intentar por todos los medios que c. inf. δ. ζῶν εἰσιέναι ἐς ᾍδου Pl.Smp.179d, ἔξω περισπᾶν Plu.Cat.Mi.19, cf. Ant.24, c. interr. δ. τίνα τρόπον ἀνασοβήσοι με Pl.Ep.348a, c. ὅπως: διαμηχανήσομαί θ' ὅπως ἂν ἱστίον σαπρὸν λάβῃς Ar.Eq.917, τοῦτ' αὐτὸ δ. ὅπως ἂν γίγνηται Pl.Lg.746c, cf. Smp.213c, Lib.Ep.92.
2 c. compl. en ac. idear, inventar τοῦτο Plu.Cat.Mi.34, πολλὰ ... πρὸς τὴν συμφορὰν ἀλεξητήρια D.H.1.27, tb. c. gen. προφάσεως Hom.Clem.19.20.
3 emplear, utilizar en v. pas. διαμεμηχάνεται δὲ καί τινα ἐν τῇ σκηνῇ Anon.Trag.23.

German (Pape)

[Seite 590] dep. med., aussinnen, bewerkstelligen, c. inf., Plat. Conv. 179 d; ὅπως, 213 u. öfter; Ar. Equ. 917 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
essayer par toutes sortes de moyens.
Étymologie: διά, μηχανάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-μηχανάομαι uitproberen, verzinnen.

Russian (Dvoretsky)

διαμηχᾰνάομαι: постоянно затевать, усиленно выдумывать, изобретать всяческие способы (ποιεῖν τι Plat., Plut.): διαμηχανήσομαι ὅπως ἂν … Arph. я уж устрою так, чтобы ….

Greek Monotonic

διαμηχᾰνάομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., εφευρίσκω, μηχανεύομαι, κατορθώνω, επινοώ, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

διαμηχᾰνάομαι: ἀποθ., ἐφευρίσκω, κατορθώνω, ἐπινοῶ, δ. ὅπως… Ἀριστοφ. Ἱππ. 917· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πλάτ. Συμπ. 179D.

Middle Liddell

fut. ήσομαι
Dep. to bring about, contrive, Ar., Plat.