κέκασμαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[καίνυμαι]].
|btext=v. [[καίνυμαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=κέκασμαι indic. perf. med. van καίνυμι.
}}
{{elru
|elrutext='''κέκασμαι:''' pf. pass. к *[[κάζομαι]] и [[καίνυμαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κέκασμαι:''' παρακ. του [[καίνυμαι]]· γʹ ενικ. Επικ. υπερσ. <i>κέκαστο</i>· μτχ. <i>κεκασμένος</i>.
|lsmtext='''κέκασμαι:''' παρακ. του [[καίνυμαι]]· γʹ ενικ. Επικ. υπερσ. <i>κέκαστο</i>· μτχ. <i>κεκασμένος</i>.
}}
{{elnl
|elnltext=κέκασμαι indic. perf. med. van καίνυμι.
}}
{{elru
|elrutext='''κέκασμαι:''' pf. pass. к *[[κάζομαι]] и [[καίνυμαι]].
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 23:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέκασμαι Medium diacritics: κέκασμαι Low diacritics: κέκασμαι Capitals: ΚΕΚΑΣΜΑΙ
Transliteration A: kékasmai Transliteration B: kekasmai Transliteration C: kekasmai Beta Code: ke/kasmai

English (LSJ)

v. καίνυμαι.

French (Bailly abrégé)

v. καίνυμαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέκασμαι indic. perf. med. van καίνυμι.

Russian (Dvoretsky)

κέκασμαι: pf. pass. к *κάζομαι и καίνυμαι.

Greek (Liddell-Scott)

κέκασμαι: κέκαστο, κεκασμένος, ἴδε ἐν λέξει καίνυμαι.

English (Autenrieth)

see καίνυμαι.

Greek Monolingual

κέκασμαι (Α)
παρακμ. του καίνυμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέ-κασ-μαι, με αναδιπλασιασμό κε-, θ. καδ-, πρβλ. δωρ. τ. κέ-καδμαι (το σύμπλεγμα -σμ- < -δμ-, πρβλ. ὀδμή < ὀσμή) που ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα kad- «λάμπω, διακρίνομαι, ακτινοβολώ». Ο τ. συνδέεται με αρχ. ινδ. τ. παρακμ. śāśaduh, μτχ. šāśadāna- «εξέχω, διακρίνομαι». Κατ' άλλους, η λ. ανάγεται σε θ. -κασ- < ΙΕ ρίζα kas- «υποδεικνύω, καθοδηγώ» και συνδέεται πιθ. με λατ. censeo «τιμώ - νομίζω», αρχ. ινδ. śamsayati, ενώ φαίνεται πιθανή και η σύνδεση με τα κύρια ον. Κάστωρ, Καστιάνειρα και Κασσάνδρα].

Greek Monotonic

κέκασμαι: παρακ. του καίνυμαι· γʹ ενικ. Επικ. υπερσ. κέκαστο· μτχ. κεκασμένος.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: surpass, excel (Il.); on -σμ- from -δμ- Schwyzer 208 and 773.
Other forms: (ἐ)κέκαστο, κεκαδμένος (Pi. O. 1, 27)
Derivatives: κάδμος δόρυ, λόφος, ἀσπίς. Κρῆτες H. (i. e. "equipment?"; c. Bechtel Dial. 2, 787). On PN Κάδμος s.v.; Κάστωρ s. v.; Καστι-άνειρα (Θ 305).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [516] *ḱend- [not ḱad-] excel
Etymology: A synonymous perf. act. in Skt. in śāśadúḥ, ptc. śā́śadāna- excel. Quite uncertain is connection with MIr. cā(i)d holy, Gaul. caddos sanctus; not here Lat. Camēnae, s. W.-Hofmann s. v. - To κέκασμαι a present καίνυμαι was created analogically, s. v. - The root could be καδ- < *ḱend- in the Sanskrit form (García Ramón, Mykenaïka, BCH Suppl. 25 (1992) 239-255; or it was κασ- < *km̥s-, Heubeck BNF 8 (1957) 274-277. (The gloss on κάδμος seems quite unreliable. The proper names are also quite unclear.)

Frisk Etymology German

κέκασμαι: {kékasmai}
Forms: (ἐ)κέκαστο (ep. poet. seit Il.), κεκαδμένος (Pi. O. 1, 27)
Meaning: sich auszeichnen, übertreffen, sich rüsten (zu -σμ- aus -δμ- Schwyzer 208 und 773).
Derivative: Davon κάδμος· δόρυ, λόφος, ἀσπίς. Κρῆτες H. (d. h. "Rüstung"; vgl. Bechtel Dial. 2, 787), wohl auch die EN Κάδμος, att. Vasen Κασσμος (anders Schulze Kl. Schr. 698 und Bottiglioni Glotta 21, 55f.) und Κάστωρ (s. d.); ebenso Καστιάνειρα (Θ 305).
Etymology: Ein synonymes Perf. Akt. besitzt das Aind. in śāśadúḥ, Ptz. śā́śadāna- sich auszeichnen, hervorragen. Ganz unsicher ist die Verbindung mit mir. (i)d heilig, gall. caddos sanctus; fernzuhalten lat. Camēnae, s. W.-Hofmann s. v. m. Lit. — Zu κέκασμαι wurde als Analogiebildung ein Präsens καίνυμαι geschaffen, s. d.
Page 1,811-812