εὔδμητος: Difference between revisions
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />bien construit.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[δέμω]]. | |btext=ος, ον :<br />bien construit.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[δέμω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔδμητος:''' эп. ἐΰδμητος, дор. [[εὔδματος|εὔδμᾱτος]] 2 хорошо построенный, красиво сооруженный ([[βωμός]], [[πόλις]], [[τοῖχος]] Hom.; [[πύργος]] Hom., Hes.; [[κολώνα]] Pind.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔδμητος:''' Επικ. ἐΰ-δμητος, -ον ([[δέμω]]), [[καλά]] οικοδομημένος, καλοχτισμένος, σε Όμηρ. | |lsmtext='''εὔδμητος:''' Επικ. ἐΰ-δμητος, -ον ([[δέμω]]), [[καλά]] οικοδομημένος, καλοχτισμένος, σε Όμηρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[δέμω]]<br />well-built, Hom. | |mdlsjtxt=[[δέμω]]<br />well-built, Hom. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:25, 3 October 2022
English (LSJ)
Dor. εὔ-δμᾱτος, ον, well-built, βωμός Il.1.448; πύργοι Hes.Sc.242; κολώνα Pi.P.12.3; ἀγυιαί A.R.1.317. (Always in Ep. form ἐΰδμ-, exc. in Od.20.302 ὁ δ' εὔδμητον βάλε τοῖχον.)
German (Pape)
[Seite 1062] ep. ἐΰδμητος (nur Od. 20, 302 die gew. Form), schön gebaut; πύργοι Il. 12, 154; Hes. Sc. 242; βωμός Il. 1, 448; πόλις 21, 516; τοῖχος Od. 22, 126; κολώνα Pind. P. 12, 3; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 317.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bien construit.
Étymologie: εὖ, δέμω.
Russian (Dvoretsky)
εὔδμητος: эп. ἐΰδμητος, дор. εὔδμᾱτος 2 хорошо построенный, красиво сооруженный (βωμός, πόλις, τοῖχος Hom.; πύργος Hom., Hes.; κολώνα Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔδμητος: Δωρ. -δμᾱτος, ον, καλῶς ᾠκοδομημένος, βωμός, πύργος, πόλις Ὅμ., ἀείποτε ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ, ἐΰδμητος, πλὴν ἐν Ὀδ. Υ. 302, ὁ δ’ εὔδμητον βάλε τοῖχον.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
εὔδμητος και ἐΰδμητος, και δωρ. τ. εὔδματος, -ον (Α)
αυτός που έχει οικοδομηθεί καλά και στερεά («εὔδμητον περὶ βωμόν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -δμητος (< δέμω «κτίζω»), πρβλ. λιθόδμητος, νεόδμητος)].
Greek Monotonic
εὔδμητος: Επικ. ἐΰ-δμητος, -ον (δέμω), καλά οικοδομημένος, καλοχτισμένος, σε Όμηρ.
Middle Liddell
δέμω
well-built, Hom.