δουρικλειτός: Difference between revisions
τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />fameux par sa lance, <i>càd</i> dans les combats.<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[κλειτός]]. | |btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />fameux par sa lance, <i>càd</i> dans les combats.<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[κλειτός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δουρικλειτός:''' adj. m знаменитый (своим) копьем, т. е. покрытый воинской славой Hom. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δουρικλειτός:''' και δουρι-κλῠτός, -όν, φημισμένος για τη [[χρήση]] του [[δόρατος]], [[ξακουστός]], [[περίφημος]] [[πολεμιστής]], σε Όμηρ. | |lsmtext='''δουρικλειτός:''' και δουρι-κλῠτός, -όν, φημισμένος για τη [[χρήση]] του [[δόρατος]], [[ξακουστός]], [[περίφημος]] [[πολεμιστής]], σε Όμηρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<i>adj</i> <i>adj</i><br />famed for the [[spear]], Hom. | |mdlsjtxt=<i>adj</i> <i>adj</i><br />famed for the [[spear]], Hom. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, famed for the spear, Homeric epithet of heroes, Il.5.55, Od.15.52.
Spanish (DGE)
(δουρῐκλειτός) -όν
• Alolema(s): δορι- Epic.Alex.Adesp.SHell.922.9
• Morfología: [gen. -οιο Epic.Alex.Adesp.l.c.]
famoso por su lanza epít. de héroes Μενέλαος Il.5.55, Od.15.52, 17.116, Hes.Fr.175.1, Διομήδης Il.11.333, Λάαγος Epic.Alex.Adesp.l.c.
German (Pape)
[Seite 663] speerberühmt; Homer Ἀτρείδης δουρικλειτὸς Μενέλαος Iliad. 5, 55. 578 Odyss. 15, 52; vgl. δουρικλυτός.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m.
fameux par sa lance, càd dans les combats.
Étymologie: δόρυ, κλειτός.
Russian (Dvoretsky)
δουρικλειτός: adj. m знаменитый (своим) копьем, т. е. покрытый воинской славой Hom.
Greek (Liddell-Scott)
δουρικλειτός: -όν, παφημισμένος διὰ τὸ δόρυ, Ὁμηρ. ἐπίθ, τῶν ἡρώων, Ἰλ. Ε. 55, Ὀδ. Ο. 52· -οὕτω καὶ δουρικλῠτός, όν, Ὅμ., ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 85 γράφεται δουρικλύτοις. ουχὶ -κλυτοῖς· - οὐδὲν θηλ. ἢ οὐδετ. εὑρίσκεται. - Πρβλ. Βουττμ. Λεξιλ. ἐν λ. τηλεκλειτός.
English (Autenrieth)
and δουρι-κλυτός: renowned in the use of the spear.
Greek Monolingual
δουρικλειτός και δουρικλυτός, -ή, -όν (Α)
περίφημος, ονομαστός στο δόρυ, ικανός πολεμιστής.
Greek Monotonic
δουρικλειτός: και δουρι-κλῠτός, -όν, φημισμένος για τη χρήση του δόρατος, ξακουστός, περίφημος πολεμιστής, σε Όμηρ.
Middle Liddell
adj adj
famed for the spear, Hom.