δικαιολογία: Difference between revisions

From LSJ

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />défense en justice, plaidoirie.<br />'''Étymologie:''' [[δικαιολογέω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />défense en justice, plaidoirie.<br />'''Étymologie:''' [[δικαιολογέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δῐκαιολογία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[ведение судебного дела]], [[судебная защита]] Arst., Polyb., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[защитительная речь на суде]] (διεξελθεῖν τὴν δικαιολογίαν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> рит. [[судебное красноречие]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[δικαιολογία]])<br /><b>1.</b> η [[υπεράσπιση]] τών δικαίων με επιχειρήματα<br /><b>2.</b> τα επιχειρήματα που προβάλλει [[κάποιος]] για να εξηγήσει τις ενέργειές του<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />το [[πρόσχημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>δικαιολογίαι</i><br />δικανικοί λόγοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δίκαιον</i> <span style="color: red;">+</span> -[[λογία]] <span style="color: red;"><</span> -[[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]].
|mltxt=η (AM [[δικαιολογία]])<br /><b>1.</b> η [[υπεράσπιση]] τών δικαίων με επιχειρήματα<br /><b>2.</b> τα επιχειρήματα που προβάλλει [[κάποιος]] για να εξηγήσει τις ενέργειές του<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />το [[πρόσχημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>δικαιολογίαι</i><br />δικανικοί λόγοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δίκαιον</i> <span style="color: red;">+</span> -[[λογία]] <span style="color: red;"><</span> -[[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δῐκαιολογία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[ведение судебного дела]], [[судебная защита]] Arst., Polyb., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[защитительная речь на суде]] (διεξελθεῖν τὴν δικαιολογίαν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> рит. [[судебное красноречие]] Arst.
}}
}}

Revision as of 12:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκαιολογία Medium diacritics: δικαιολογία Low diacritics: δικαιολογία Capitals: ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: dikaiología Transliteration B: dikaiologia Transliteration C: dikaiologia Beta Code: dikaiologi/a

English (LSJ)

ἡ, A plea in justification, Demad.7, Arist.Rh.Al.1438a25, LXX 2 Ma.4.44, PFlor.6.13 (iii A. D.): generally, pleading, Plb.3.21.3, al. II pl., forensic speeches, Arist.Rh.Al.1421b13, 1432b33.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
alegato, alegaciones, discurso de defensa o justificación
a) en cont. polít. ταῖς πίστεσι καὶ ταῖς δικαιολογίαις βεβαιῶσαι τὸν λόγον ἡμᾶς que nosotros apoyemos nuestra afirmación con pruebas y alegaciones Anaximen.Rh.1438a25, de los cartagineses justificando su actuación ante los romanos, Plb.3.21.3, cf. 20.9.7, Plu.2.866e, πρὸς Ἡρακλεώτας ἀποσταλεὶς πρεσβευτὴς ἐποιήσατο τὴν δικαιολογίαν IKeramos 6.19 (II a.C.), de dos ciudades litigantes en un juicio de arbitraje ἐκ τῆς ὑφ' ἑκατέρων γενηθείσης δικαιολογίας ICr.3.4.9.55, cf. 31 (Itanos II a.C.), de una ciudad ante otra, mediante decreto, Plu.Per.30, cf. Demad.87.7, Ps.Dicaearch.1.15;
b) en cont. forense αἱ περὶ τὰ συμβόλαια δικαιολογίαι los alegatos forenses relativos a contratos Anaximen.Rh.1421b13, cf. 1432b34, ἐξ ὧν δὲ προενήνεκτο καὶ παρανέγνω ἐπὶ τῆς δικαιολογίας y basado en cuanto había declarado y leído en su alegato (el abogado), PTor.Choachiti 12.4.33, cf. 12.9.4 (II a.C.);
c) en peticiones o alegaciones ante autoridades civiles παραθεμένου τὰς ὑπὲρ αὐτοῦ δικαιολογίας presentando las alegaciones que hablan en su favor, PLeit.8.11 (III d.C.), ante el comarca en una denuncia por robo PTeb.796.18 (II a.C.), ante autoridades eclesiásticas o relig. Ph.2.160, γνῶθι οὖν ἀσφαλῶς εἰ ἔχει τινὰ δικαιολογίαν καὶ σύνελθε ὁσίως averigua si su alegación es justa y asístela santamente, POxy.2193.25 (V/VI d.C.), cf. SB 7033.32 (V d.C.), δικαιολογίᾳ τῇ τῶν κανόνων apoyándose en su alegación en los cánones, e.e. con la justificación de los cánones Pall.V.Chrys.9.60.

German (Pape)

[Seite 626] ἡ, Vorbringung u. Vertheidigung seiner Gerechtsame, = ἀπολογία; Demad. 7; Pol. 3, 21, 3; Plut. Rom. 19 u. öfter; neben πίστις, Beweisführung, Arist. rhet. ad Alex. 30. 32. – Auch = δικολογία, Gerichtsrede, ib. 1; dem δημηγορίας entgegengesetzt, 18, wenn nicht mi Spengel beide Stellen zu ändern sind.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
défense en justice, plaidoirie.
Étymologie: δικαιολογέω.

Russian (Dvoretsky)

δῐκαιολογία:
1) ведение судебного дела, судебная защита Arst., Polyb., Plut.;
2) защитительная речь на суде (διεξελθεῖν τὴν δικαιολογίαν Plut.);
3) рит. судебное красноречие Arst.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκαιολογία: ἡ, ὑπεράσπισις, Δημάδ. 179. 19, Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 19, 4. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., δικανικοὶ λόγοι, αὐτόθι 2. 2., 19. 14.

Greek Monolingual

η (AM δικαιολογία)
1. η υπεράσπιση τών δικαίων με επιχειρήματα
2. τα επιχειρήματα που προβάλλει κάποιος για να εξηγήσει τις ενέργειές του
μσν.- νεοελλ.
το πρόσχημα
αρχ.
στον πληθ. δικαιολογίαι
δικανικοί λόγοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκαιον + -λογία < -λόγος < λέγω.