εὐκράς: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ᾶτος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> bien mélangé ; bien tempéré, d'une température égale;<br /><b>2</b> <i>en parl. de pers.</i> qui se mêle facilement, qui se lie avec.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κεράννυμι]]. | |btext=ᾶτος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> bien mélangé ; bien tempéré, d'une température égale;<br /><b>2</b> <i>en parl. de pers.</i> qui se mêle facilement, qui se lie avec.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κεράννυμι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐκράς:''' ᾶτος adj.<br /><b class="num">1)</b> смешанный в хорошей пропорции, т. е. обладающий умеренной температурой ([[κρήνη]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[умеренный]] ([[ἡδονή]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> охотно вмешивающийся, т. е. общительный (εὐ. οὐ πολλοῖς Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐκράς:''' -ᾶτος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> = [[εὔκρατος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[κοινωνικός]], σε Ανθ. | |lsmtext='''εὐκράς:''' -ᾶτος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> = [[εὔκρατος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[κοινωνικός]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 13:12, 3 October 2022
English (LSJ)
(A), ᾶτος, ὁ, ἡ, A = εὔκρατος, temperate, of even temperature, κρήνη εὐκρὰς πρὸς χειμῶνα καὶ θέρος Pl.Criti.112d; of climate, Thphr. HP7.1.4: metaph., ἔστιν οἷς βίος ὁ μικρὸς εὐκρὰς ἐγένεθ' E.Fr.504; ἡδονή ib.197. 2 mixed for drinking, οἶνος Poll.6.23. 3 of persons, mixing readily with, οὐ πολλοῖς εὐ. AP12.105 (Asclep.). (εὔκρας E.Fr.197, Poll.)
εὐκράς (B), κρᾶτος, ὁ, ἡ, = εὐκέφαλος, Hsch.
French (Bailly abrégé)
ᾶτος (ὁ, ἡ)
1 bien mélangé ; bien tempéré, d'une température égale;
2 en parl. de pers. qui se mêle facilement, qui se lie avec.
Étymologie: εὖ, κεράννυμι.
Russian (Dvoretsky)
εὐκράς: ᾶτος adj.
1) смешанный в хорошей пропорции, т. е. обладающий умеренной температурой (κρήνη Plat.);
2) умеренный (ἡδονή Eur.);
3) охотно вмешивающийся, т. е. общительный (εὐ. οὐ πολλοῖς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐκράς: ᾱτος, ὁ, ἡ, = εὔκρατος, (Λοβ. Παρ. 264), εὐκραής, ἐπὶ μέσης θερμοκρασίας, κρήνη εὐκρὰς πρὸς χειμῶνα καὶ θέρος Πλάτ. Κριτίας 112D· ἐπὶ κλίματος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 1, 4· μεταφ., ἔστιν οἷς βίος ὁ μικρὸς εὐκρὰς Εὐρ. Ἀποσπ. 506, πρβλ. 197 (ἴδε Δινδ. ἐν τόπῳ). 2) ἐπὶ οἴνου, εὖ κεκραμένος πρὸς πόσιν, Πολυδ. ς΄, 23. 3) ἐπὶ προσώπων, εὐκοινώνητος, οὐ πολλοῖς εὐκρ. Ἀνθ. Π. 12. 105. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐκράς· εὐκέφαλος· εὔκρατος». - Κατά τινας γραμματικοὺς ἡ λέξις γράφεται παροξυτόνως εὔκρας, Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Φώτιος ἐν λ., Κραμήρου Ἀνέκδ. τ. 4, σ. 335, 1.
Greek Monolingual
(I)
εὐκράς, -ᾱτος, ὁ, ἡ (Α)
1. (για θερμοκρασία, κλίμα κ.λπ.) εύκρατος, ήπιος («εὐηλίοις καὶ εὐκρᾱσι τόποις», Θεόφρ.)
2. μτφ. ήπιος, σεμνός («ἔστιν οἷς βίος ὁ μικρὸς εὐκράς ἐγένεθ'», Ευρ.)
3. (για κρασί) ο αναμιγμένος καλά, ο συγκερασμένος με μέτρο για να τον πιει κάποιος («εὐκρὰς οἶνος», Πολυδ.)
4. (για πρόσ.) κοινωνικός, ευκοινώνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κεράννυμι
βλ. ευκραής].
(II)
εὐκράς, -ᾱτος, ὁ, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ευκέφαλος.
Greek Monotonic
εὐκράς: -ᾶτος, ὁ, ἡ,
1. = εὔκρατος, σε Πλάτ.
2. λέγεται για πρόσωπα, κοινωνικός, σε Ανθ.
Middle Liddell
εὐ-κράς, ᾶτος, ὁ, ἡ,
1. = εὔκρατος, Plat.
2. of persons, mixing readily with others, Anth.