εὐωχία: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />action de se régaler, de faire bonne chère.<br />'''Étymologie:''' [[εὐωχέω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />action de se régaler, de faire bonne chère.<br />'''Étymologie:''' [[εὐωχέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐωχία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> тж. pl. [[пир]], [[пиршество]] Arph., Plat., Arst., Polyb., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[провиант]], [[запасы продовольствия]] (ἡ κατὰ τὸ παρὸν εὐ. Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐωχία:''' ἡ, [[ξεφάντωμα]], [[γλεντοκόπι]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· μεταφ., <i>λόγωνεὐωχίαι</i>, απολαύσεις λόγων, σε Ανθ.
|lsmtext='''εὐωχία:''' ἡ, [[ξεφάντωμα]], [[γλεντοκόπι]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· μεταφ., <i>λόγωνεὐωχίαι</i>, απολαύσεις λόγων, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐωχία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> тж. pl. [[пир]], [[пиршество]] Arph., Plat., Arst., Polyb., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[провиант]], [[запасы продовольствия]] (ἡ κατὰ τὸ παρὸν εὐ. Polyb.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 13:21, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐωχία Medium diacritics: εὐωχία Low diacritics: ευωχία Capitals: ΕΥΩΧΙΑ
Transliteration A: euōchía Transliteration B: euōchia Transliteration C: evochia Beta Code: eu)wxi/a

English (LSJ)

ἡ, A good cheer, feasting, Ar.Ach.1009 (lyr.), Ra.85, Hp.Aff.27, etc.; ποιεῖν τὴν εὐ. to hold the wake, CIG3028 (Ephesus): in plural, festivities, Ar.Fr.216, Pl.R.329a, al. 2 generally, supply of provisions for an army, Plb.3.92.9; plenty, σίτου Ruf. ap. Orib.6.38.10. II metaph., λόγων εὐωχίαι feasts of reason, AP4.3.6 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1112] ἡ, das Wohlleben, Fröhlichkeit, bes. beim Schmause, Plut. de cupid. divit. E.; Ath. VIII, 363 b erkl. οὐκ ἀπὸ τῆς ὀχῆς, ἥ ἐστι τροφή, ἀλλ' ἀπὸ τοῦ κατὰ ταῦτα εὖ ἔχειν; gew. der Schmaus, Ar. Ach. 1009 u. öfter; Plat. Conv. 203 b, der auch περὶ πότους τε καὶ εὐωχίας vrbdt, Rep. I, 329 a; Folgde; πρὸς μέθας καί τινας ἄλλας τοιαύτας εὐωχίας τραπείς Pol. 2, 4, 6; aber 3, 92, 9 entspricht es der δαψίλεια ἐπιτηδείων, also allgemeiner: Mundvorrath.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de se régaler, de faire bonne chère.
Étymologie: εὐωχέω.

Russian (Dvoretsky)

εὐωχία:
1) тж. pl. пир, пиршество Arph., Plat., Arst., Polyb., Plut.;
2) провиант, запасы продовольствия (ἡ κατὰ τὸ παρὸν εὐ. Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐωχία: ἡ, εὐθυμία, ἰδίως ἐν συμποσίῳ, γεῦμα πλούσιον καὶ ἄφθονον, συμπόσιον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1006, πρβλ. Βατρ. 85, κτλ.· ποιεῖν τὴν εὐωχίαν Συλλ. Ἐπιγρ. 3028· ἐν τῷ πληθ., συμπόσια ἑορτῶν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 3, Πλάτ. Πολ. 329Α, Ἀθήν. 363Β, κλ. 2) καθόλου, προμήθεια ζωοτροφιῶν διὰ στρατόν, Πολύβ. 3. 92, 9. ΙΙ. μεταφ., λόγων εὐωχίαι, ἐντρυφήσεις, ἀπολαύσεις λόγων, Ἀνθ. Π. 4. 3, 6.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐωχία) ευωχούμαι
1. ευθυμία σε συμπόσιο
2. συμπόσιο, πανδαισία, γλέντι, φαγοπότι
μσν.
χαρούμενη πανήγυρη, εορτή
αρχ.
αφθονία τροφίμων.

Greek Monotonic

εὐωχία: ἡ, ξεφάντωμα, γλεντοκόπι, σε Αριστοφ. κ.λπ.· μεταφ., λόγωνεὐωχίαι, απολαύσεις λόγων, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὐωχία, ἡ, [from εὐωχέω
good cheer, feasting, Ar., etc.:—metaph., λόγων εὐωχίαι feasts of reason, Anth.

English (Woodhouse)

feasting, revelry, good cheer

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)