θυμόσοφος: Difference between revisions
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />d'une nature sage, raisonnable, intelligente ; [[τὸ θυμόσοφον]] PLUT docilité.<br />'''Étymologie:''' [[θυμός]], [[σοφός]]. | |btext=ος, ον :<br />d'une nature sage, raisonnable, intelligente ; [[τὸ θυμόσοφον]] PLUT docilité.<br />'''Étymologie:''' [[θυμός]], [[σοφός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θῡμόσοφος:''' [[разумный]], [[рассудительный]] Arph., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θῡμόσοφος:''' -ον, [[ευφυής]], [[σοφός]] από τη [[φύση]] του, δηλ. εγγενώς [[έξυπνος]], [[άνθρωπος]] του πνεύματος, σε Αριστοφ., Πλάτ. | |lsmtext='''θῡμόσοφος:''' -ον, [[ευφυής]], [[σοφός]] από τη [[φύση]] του, δηλ. εγγενώς [[έξυπνος]], [[άνθρωπος]] του πνεύματος, σε Αριστοφ., Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=θῡμό-σοφος, ον<br />[[wise]] from one's own [[soul]], i. e. [[naturally]] [[clever]], a man of [[genius]], Ar., Plut. | |mdlsjtxt=θῡμό-σοφος, ον<br />[[wise]] from one's own [[soul]], i. e. [[naturally]] [[clever]], a man of [[genius]], Ar., Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, wise from one's own soul, i.e. naturally clever, Id.Nu.877, Plu.Art.17; of animals, Arr.Ind.14.4, Ael.NA16.15; ὄρνεον θυμοσοφώτερον ib.3; τὸ θυμόσοφον = intelligence Plu. 2.970e.
German (Pape)
[Seite 1225] von Natur, durch sich selbst weise, von Natur geschickt; Ar. Nubb. 867, nach Schol. ἐκ τοῦ ἰδίου θυμοῦ σοφὸς καὶ οὐκ ἐκ μαθήσεως, sonst auch αὐτομαθής erkl. Auch Sp., wie Plut., z. B. Artax. 17; selbst von Thieren, Ael. N. A. 16, 15, wie τὸ θυμόσοφον, d. i. Gelehrigkeit des Thieres, Plut. Sol. an. 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'une nature sage, raisonnable, intelligente ; τὸ θυμόσοφον PLUT docilité.
Étymologie: θυμός, σοφός.
Russian (Dvoretsky)
θῡμόσοφος: разумный, рассудительный Arph., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
θῡμόσοφος: -ον, ὁ φύσει σοφὸς τὴν ψυχήν, ευφυής, ἔξυπνος, Ἀριστοφ. Νεφ. 877, Πλούτ. Ἀρτοξ. 17· ἐπὶ ζῴων, Αἰλ. π. Ζ. 16. 3 καὶ 15· τὸ θ., εὐμάθεια, Πλούτ. 2. 970Ε. - Ἐπίρρ. -φως, Τζέτζ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α θυμόσοφος, -ον)
αυτός που έχει έμφυτη και κατ' έμπνευση σοφία, ο εκ φύσεως σοφός, ο ευφυής
νεοελλ.
αυτός που έχει έμφυτη την κλίση να φιλοσοφεί πρακτικά, που διατηρεί την ψυχραιμία και την ψυχική του ηρεμία και στις πιο κρίσιμες περιστάσεις, ο ετοιμόλογος και επιγραμματικός, ο φλεγματικός, ο στωικός
αρχ.
1. (για ζώα) έξυπνος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θυμόσοφον
η ευφυΐα, η ευμάθεια.
επίρρ...
θυμοσόφως (Μ)
με θυμοσοφικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + σοφός. Η αρχική σημασία «ο διαθέτων έμφυτη σοφία» εξελίχθηκε σε «ο διαθέτων ετοιμότητα και επιγραμματικότητα στις ρήσεις του»].
Greek Monotonic
θῡμόσοφος: -ον, ευφυής, σοφός από τη φύση του, δηλ. εγγενώς έξυπνος, άνθρωπος του πνεύματος, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Middle Liddell
θῡμό-σοφος, ον
wise from one's own soul, i. e. naturally clever, a man of genius, Ar., Plut.