θρασυκάρδιος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au cœur intrépide.<br />'''Étymologie:''' [[θρασύς]], [[καρδία]].
|btext=ος, ον :<br />au cœur intrépide.<br />'''Étymologie:''' [[θρασύς]], [[καρδία]].
}}
{{elru
|elrutext='''θρᾰσῠκάρδιος:''' [[с отважным сердцем]], [[храбрый]], [[дерзновенный]] Hom., Hes.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θρᾰσυκάρδιος:''' -ον ([[καρδία]]), αυτός που έχει [[γενναία]] [[καρδιά]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''θρᾰσυκάρδιος:''' -ον ([[καρδία]]), αυτός που έχει [[γενναία]] [[καρδιά]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''θρᾰσῠκάρδιος:''' [[с отважным сердцем]], [[храбрый]], [[дерзновенный]] Hom., Hes.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θρᾰσυ-κάρδιος, ον [[καρδία]]<br />[[bold]] of [[heart]], Il.
|mdlsjtxt=θρᾰσυ-κάρδιος, ον [[καρδία]]<br />[[bold]] of [[heart]], Il.
}}
}}

Revision as of 13:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρασυκάρδιος Medium diacritics: θρασυκάρδιος Low diacritics: θρασυκάρδιος Capitals: ΘΡΑΣΥΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: thrasykárdios Transliteration B: thrasykardios Transliteration C: thrasykardios Beta Code: qrasuka/rdios

English (LSJ)

ον, bold of heart, Il.10.41, 13.343, Hes.Sc.448, Anacr.1.5, B.19.5.

German (Pape)

[Seite 1216] kühnherzig, muthig; Il. 10, 41. 13, 343; Hes. Sc. 448.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au cœur intrépide.
Étymologie: θρασύς, καρδία.

Russian (Dvoretsky)

θρᾰσῠκάρδιος: с отважным сердцем, храбрый, дерзновенный Hom., Hes.

Greek (Liddell-Scott)

θρᾰσυκάρδιος: ον. γενναιόκαρδος, «εὔτολμος» (Σχόλ), Ἰλ. Κ. 41, Ν 343∙ ἐκ διορθώσεως ἐν Ἀνακρ. 1. 4 (ἐκ τῶν Ρητ. (Walz) τ. β. σ. 129) ἀντὶ θρεοκάρδιος.

English (Autenrieth)

stout-hearted. (Il.)

Greek Monolingual

θρασυκάρδιος, -ον (ΑΜ)
μσν.
αυθάδης
αρχ.
τολμηρός, γενναιόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγκάρδιος, σπαραξικάρδιος].

Greek Monotonic

θρᾰσυκάρδιος: -ον (καρδία), αυτός που έχει γενναία καρδιά, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

θρᾰσυ-κάρδιος, ον καρδία
bold of heart, Il.