κακομηχανία: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ας (ἡ) :<br />odieuse machination.<br />'''Étymologie:''' [[κακομήχανος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />odieuse machination.<br />'''Étymologie:''' [[κακομήχανος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κακομηχᾰνία''': ἡ, τὸ μηχανᾶσθαι κακά, Λουκ. Φάλαρ. 1. 12, Πολέμων ἐν Φυσιογν. σ. 185.
|elnltext=κακομηχανία -ας, ἡ [κακομήχανος] misdadigheid.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκομηχᾰνία:''' ἡ [[коварный образ действий]], [[коварство]], [[козни]] Luc.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κᾰκομηχᾰνία:''' ἡ, [[εξάσκηση]] ευτελών πρακτικών, [[ενασχόληση]] με ταπεινά τεχνάσματα, σε Λουκ.
|lsmtext='''κᾰκομηχᾰνία:''' ἡ, [[εξάσκηση]] ευτελών πρακτικών, [[ενασχόληση]] με ταπεινά τεχνάσματα, σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰκομηχᾰνία:''' ἡ [[коварный образ действий]], [[коварство]], [[козни]] Luc.
|lstext='''κακομηχᾰνία''': ἡ, τὸ μηχανᾶσθαι κακά, Λουκ. Φάλαρ. 1. 12, Πολέμων ἐν Φυσιογν. σ. 185.
}}
{{elnl
|elnltext=κακομηχανία -ας, ἡ [κακομήχανος] misdadigheid.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰκομηχᾰνία, ἡ,<br />a practising of [[base]] arts, Luc. [from κᾰκομήχᾰνος]
|mdlsjtxt=κᾰκομηχᾰνία, ἡ,<br />a practising of [[base]] arts, Luc. [from κᾰκομήχᾰνος]
}}
}}

Revision as of 20:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκομηχᾰνία Medium diacritics: κακομηχανία Low diacritics: κακομηχανία Capitals: ΚΑΚΟΜΗΧΑΝΙΑ
Transliteration A: kakomēchanía Transliteration B: kakomēchania Transliteration C: kakomichania Beta Code: kakomhxani/a

English (LSJ)

ἡ, practising of base arts, mischief, Luc.Phal.1.12, Adam.1.5.

German (Pape)

[Seite 1301] ἡ, erfinderische Bosheit, arglistige Handlungsweise, Luc. Phalar. 1, 12 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
odieuse machination.
Étymologie: κακομήχανος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακομηχανία -ας, ἡ [κακομήχανος] misdadigheid.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκομηχᾰνία:коварный образ действий, коварство, козни Luc.

Greek Monolingual

κακομηχανία, ἡ (AM) κακομηχανώ
το να μηχανεύεται κάποιος κακές τέχνες, το να επινοεί συμφορές, δολιότητα, πανουργία («τὴν κακομηχανίαν τοῦ ἀνδρὸς καὶ τὴν ἐπίνοιαν ἐμίσησα», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

κᾰκομηχᾰνία: ἡ, εξάσκηση ευτελών πρακτικών, ενασχόληση με ταπεινά τεχνάσματα, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κακομηχᾰνία: ἡ, τὸ μηχανᾶσθαι κακά, Λουκ. Φάλαρ. 1. 12, Πολέμων ἐν Φυσιογν. σ. 185.

Middle Liddell

κᾰκομηχᾰνία, ἡ,
a practising of base arts, Luc. [from κᾰκομήχᾰνος]