κακόβουλος: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui a des pensées mauvaises <i>ou</i> déraisonnables;<br /><b>2</b> qui donne de mauvais conseils, qui inspire de mauvaises pensées.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[βουλή]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui a des pensées mauvaises <i>ou</i> déraisonnables;<br /><b>2</b> qui donne de mauvais conseils, qui inspire de mauvaises pensées.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[βουλή]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κᾰκόβουλος''': -ον, κακῶς βουλευόμενος, [[ἀσύνετος]], φροντὶς Σοφ. Ἀποσπ. 519· φῶτες Εὐρ. Βάκχ. 399, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1055. ΙΙ. ἐνεργ., συμβουλεύων κακῶς, ἀντίθετον τῷ [[εὔβουλος]], Πλάτ. Σίσυφ. 391C.
|elnltext=κακόβουλος -ον [κακός, βουλή] slechte raad gevend. onberaden, dwaas:. οἵδε τρόποι... κακοβούλων... φωτῶν dit zijn eigenschappen van dwaze mannen Eur. Ba. 401.
}}
{{elru
|elrutext='''κακόβουλος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[дающий плохие наставления]], [[плохо советующий]] Arph., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> [[неразумный]], [[безрассудный]] (φῶτες Eur.; [[φροντίς]] Soph. ap. Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κᾰκόβουλος:''' -ον ([[βουλή]]), αυτός που δίνει κακές συμβουλές, σε Ευρ., Αριστοφ.
|lsmtext='''κᾰκόβουλος:''' -ον ([[βουλή]]), αυτός που δίνει κακές συμβουλές, σε Ευρ., Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κακόβουλος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[дающий плохие наставления]], [[плохо советующий]] Arph., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> [[неразумный]], [[безрассудный]] (φῶτες Eur.; [[φροντίς]] Soph. ap. Plut.).
|lstext='''κᾰκόβουλος''': -ον, κακῶς βουλευόμενος, [[ἀσύνετος]], φροντὶς Σοφ. Ἀποσπ. 519· φῶτες Εὐρ. Βάκχ. 399, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1055. ΙΙ. ἐνεργ., συμβουλεύων κακῶς, ἀντίθετον τῷ [[εὔβουλος]], Πλάτ. Σίσυφ. 391C.
}}
{{elnl
|elnltext=κακόβουλος -ον [κακός, βουλή] slechte raad gevend. onberaden, dwaas:. οἵδε τρόποι... κακοβούλων... φωτῶν dit zijn eigenschappen van dwaze mannen Eur. Ba. 401.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰκό-βουλος, ον [[βουλή]]<br />ill-[[advised]], Eur., Ar.
|mdlsjtxt=κᾰκό-βουλος, ον [[βουλή]]<br />ill-[[advised]], Eur., Ar.
}}
}}

Revision as of 20:23, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόβουλος Medium diacritics: κακόβουλος Low diacritics: κακόβουλος Capitals: ΚΑΚΟΒΟΥΛΟΣ
Transliteration A: kakóboulos Transliteration B: kakoboulos Transliteration C: kakovoulos Beta Code: kako/boulos

English (LSJ)

ον, A ill-advised, foolish, φροντίς S. Fr.592 (lyr.); φῶτες E.Ba.401 (lyr.), cf. Ar.Eq.1055 (hex.), Ph.2.280 (Sup.), D.Chr.31.50, Vett.Val.66.3: Comp., Sch.Th.1.120. II Act., giving bad advice, opp. εὔβουλος, Pl.Sis.391c.

German (Pape)

[Seite 1299] 1) übel berathen, thöricht; Eur. Bacch. 399; Ar. Equ. 1055. – 2) Andern schlecht rathend; Ggstz εὔβουλος Plat. Sis. 391 c; Strat. 62 (XII, 220).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui a des pensées mauvaises ou déraisonnables;
2 qui donne de mauvais conseils, qui inspire de mauvaises pensées.
Étymologie: κακός, βουλή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόβουλος -ον [κακός, βουλή] slechte raad gevend. onberaden, dwaas:. οἵδε τρόποι... κακοβούλων... φωτῶν dit zijn eigenschappen van dwaze mannen Eur. Ba. 401.

Russian (Dvoretsky)

κακόβουλος:
1) дающий плохие наставления, плохо советующий Arph., Plat.;
2) неразумный, безрассудный (φῶτες Eur.; φροντίς Soph. ap. Plut.).

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ κακόβουλος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που γίνεται με κακή πρόθεση («κακόβουλες διαδόσεις»)
νεοελλ.-μσν.
αυτός που σκέπτεται ή θέλει το κακό του άλλου, κακεντρεχής, χαιρέκακοςκακόβουλος άνθρωπος»)
αρχ.
1. αυτός που σκέπτεται ασύνετα, ο ανόητος
2. αυτός που δίνει κακές συμβουλές.
επίρρ...
κακόβουλα (AM κακοβούλως)
νεοελλ.-μσν.
με κακόβουλο τρόπο, με κακή πρόθεση
αρχ.
ασύνετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -βουλος (< βουλή < βούλομαι), πρβλ. θρασύ-βουλος, ταχύ-βουλος].

Greek Monotonic

κᾰκόβουλος: -ον (βουλή), αυτός που δίνει κακές συμβουλές, σε Ευρ., Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκόβουλος: -ον, κακῶς βουλευόμενος, ἀσύνετος, φροντὶς Σοφ. Ἀποσπ. 519· φῶτες Εὐρ. Βάκχ. 399, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1055. ΙΙ. ἐνεργ., συμβουλεύων κακῶς, ἀντίθετον τῷ εὔβουλος, Πλάτ. Σίσυφ. 391C.

Middle Liddell

κᾰκό-βουλος, ον βουλή
ill-advised, Eur., Ar.