κορυθαίολος: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui agite la crinière de son casque, <i>càd</i> guerrier impétueux.<br />'''Étymologie:''' [[κόρυς]], [[αἰόλλω]].
|btext=ος, ον :<br />qui agite la crinière de son casque, <i>càd</i> guerrier impétueux.<br />'''Étymologie:''' [[κόρυς]], [[αἰόλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''κορῠθαίολος:''' Hom., Arph. = [[κορυθάϊξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 13: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κορῠθαίολος:''' -ον, αυτός που έχει απαστράπτουσα [[περικεφαλαία]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''κορῠθαίολος:''' -ον, αυτός που έχει απαστράπτουσα [[περικεφαλαία]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''κορῠθαίολος:''' Hom., Arph. = [[κορυθάϊξ]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κορῠθ-αίολος, ον<br />with [[glancing]] [[helm]], Il.
|mdlsjtxt=κορῠθ-αίολος, ον<br />with [[glancing]] [[helm]], Il.
}}
}}

Revision as of 13:47, 3 October 2022

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui agite la crinière de son casque, càd guerrier impétueux.
Étymologie: κόρυς, αἰόλλω.

Russian (Dvoretsky)

κορῠθαίολος: Hom., Arph. = κορυθάϊξ.

Greek (Liddell-Scott)

κορῠθαίολος: (οὕτως παρ’ Ἀρκαδ. σ. 86· ἀλλ’ ὁ Εὐστ. 352. 28, -αιόλος), ον· (αἰόλλω)· ― κινῶν τὴν περικεφαλαίαν ταχέως, δηλ. ἔχων ἀπαστράπτουσαν περικεφαλαίαν, ἐπίθ. τοῦ Ἕκτορος, Ἰλ. Β· 816. κτλ.· ἅπαξ τοῦ Ἄρεως, Υ. 38· κ. νείκη Ἀριστοφ. Βάτρ. 818.

English (Autenrieth)

with glancing helm; epith., esp. of Hector and Ares. (Il.)

Greek Monolingual

κορυθαίολος, -ον, και ποιητ. τ. κορυθαιόλος, -ον (Α)
1. (για τον Έκτορα και τον Άρη)
αυτός που κινεί ταχέως την περικεφαλαία ή το λοφίο της («Τρωσὶ μὲν ἡγεμόνευε μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ», Ομ. Ιλ.)
2. (κωμ. μτφ. για λογομαχία) σφοδρός («ίππολόφων τε λόγων κορυθαίολα νείκη», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς, -υθ-ος + αἰόλος «γρήγορος»].

Greek Monotonic

κορῠθαίολος: -ον, αυτός που έχει απαστράπτουσα περικεφαλαία, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

κορῠθ-αίολος, ον
with glancing helm, Il.