καταδαπανάω: Difference between revisions

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />dépenser largement, consumer, épuiser.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[δαπανάω]].
|btext=-ῶ :<br />dépenser largement, consumer, épuiser.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[δαπανάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατᾰδᾰπανάω''': σπαταλῶ, ἀσωτεύω, τὴν οὐσίαν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 12, 18· καὶ τὸ τῶν στρωμάτων δὲ βάρος εἰς τὰ ἐπιτήδεια καταδαπανᾶτε, δηλ. ἀντὶ νὰ φέρητε μεθ’ ἑαυτῶν πολλὰ στρώματα, νὰ φέρητε πολλὰς τροφάς, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 30·- Παθ., τὰ χρήματα κατεδαπάνητό σφι Ἡρόδ. 5. 34.·- Μέσ., εἶμαι ἄσωτος, Πύρρων παρ’ Ἀθην. 419Ε. ΙΙ. [[καταναλίσκω]], [[ἔνθα]] δ’ εἴ τι ἦν διαπορευόμενοι κατεδαπανήσαμεν, ἐπὶ τροφῶν, Ξεν. Ἀν. 2. 2, 11· λιμὸς κ. τινα Σωτάδ. παρὰ Στοβ. 528. 21:- Παθ., καταδαπανᾶσθαι κακίᾳ, αἰκισμοῖς, κτλ., Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Ε΄, 14), Ἐκκλ.
|elnltext=κατα-δαπανάω verspillen, geheel verbruiken:. ἔνθα δέ τι ἦν, ἡμεῖς διαπορευόμενοι κατεδαπανήσαμεν waar er iets was, hebben we het tijdens onze tocht verbruikt Xen. An. 2.2.11; κ. τὴν οὐσίαν zijn vermogen erdoorheen jagen Aristot. Pol. 1316b23.
}}
{{elru
|elrutext='''καταδᾰπᾰνάω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[полностью тратить]], [[до конца расходовать]] (τὰ χρήματα καταδεδαπάνητό [[σφι]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[расточать]] (τὴν οὐσίαν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[уничтожать]] (τὰ περιέχοντα τὴν γῆν Arst.);<br /><b class="num">4)</b> [[производить замену]], [[заменять]] (τὸ στρωμάτων [[βάρος]] εἰς τὰ [[ἐπιτήδεια]] κ. Xen.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταδᾰπᾰνάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[σπαταλώ]], [[διασπαθίζω]], [[ασωτεύω]], σε Ξεν. — Παθ., (<i>τὰ χρήματα</i>) καταδεδαπάνητό [[σφι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> καταστρέφομαι, φθείρομαι ολοκληρωτικά, λέγεται για στρατό, σε Ξεν.
|lsmtext='''καταδᾰπᾰνάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[σπαταλώ]], [[διασπαθίζω]], [[ασωτεύω]], σε Ξεν. — Παθ., (<i>τὰ χρήματα</i>) καταδεδαπάνητό [[σφι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> καταστρέφομαι, φθείρομαι ολοκληρωτικά, λέγεται για στρατό, σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταδᾰπᾰνάω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[полностью тратить]], [[до конца расходовать]] (τὰ χρήματα καταδεδαπάνητό [[σφι]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[расточать]] (τὴν οὐσίαν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[уничтожать]] (τὰ περιέχοντα τὴν γῆν Arst.);<br /><b class="num">4)</b> [[производить замену]], [[заменять]] (τὸ στρωμάτων [[βάρος]] εἰς τὰ [[ἐπιτήδεια]] κ. Xen.).
|lstext='''κατᾰδᾰπανάω''': σπαταλῶ, ἀσωτεύω, τὴν οὐσίαν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 12, 18· καὶ τὸ τῶν στρωμάτων δὲ βάρος εἰς τὰ ἐπιτήδεια καταδαπανᾶτε, δηλ. ἀντὶ νὰ φέρητε μεθ’ ἑαυτῶν πολλὰ στρώματα, νὰ φέρητε πολλὰς τροφάς, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 30·- Παθ., τὰ χρήματα κατεδαπάνητό σφι Ἡρόδ. 5. 34.·- Μέσ., εἶμαι ἄσωτος, Πύρρων παρ’ Ἀθην. 419Ε. ΙΙ. [[καταναλίσκω]], [[ἔνθα]] δ’ εἴ τι ἦν διαπορευόμενοι κατεδαπανήσαμεν, ἐπὶ τροφῶν, Ξεν. Ἀν. 2. 2, 11· λιμὸς κ. τινα Σωτάδ. παρὰ Στοβ. 528. 21:- Παθ., καταδαπανᾶσθαι κακίᾳ, αἰκισμοῖς, κτλ., Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Ε΄, 14), Ἐκκλ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-δαπανάω verspillen, geheel verbruiken:. ἔνθα δέ τι ἦν, ἡμεῖς διαπορευόμενοι κατεδαπανήσαμεν waar er iets was, hebben we het tijdens onze tocht verbruikt Xen. An. 2.2.11; κ. τὴν οὐσίαν zijn vermogen erdoorheen jagen Aristot. Pol. 1316b23.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br /><b class="num">I.</b> to [[squander]], [[lavish]], Xen.:— Pass., [τὰ χρήματα] καταδεδαπάνητό σφι Hdt.<br /><b class="num">II.</b> to [[consume]] [[entirely]], of an [[army]], Xen.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br /><b class="num">I.</b> to [[squander]], [[lavish]], Xen.:— Pass., [τὰ χρήματα] καταδεδαπάνητό σφι Hdt.<br /><b class="num">II.</b> to [[consume]] [[entirely]], of an [[army]], Xen.
}}
}}

Revision as of 20:47, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδᾰπᾰνάω Medium diacritics: καταδαπανάω Low diacritics: καταδαπανάω Capitals: ΚΑΤΑΔΑΠΑΝΑΩ
Transliteration A: katadapanáō Transliteration B: katadapanaō Transliteration C: katadapanao Beta Code: katadapana/w

English (LSJ)

A squander, τὴν οὐσίαν Arist.Pol.1316b23; τὸ στρωμάτων βάρος κ. εἰς τἀπιτήδεια X.Cyr.6.2.30:—Pass., [τὰ Χρήματα] κατεδεδαπάνητό σφι Hdt.5.34:—Med., to be prodigal, Pyrrho ap.Ath. 10.419e. II consume, of an army, X.An.2.2.11; τὸν Ὅμηρον λιμὸς κατεδαπάνησεν Sotad.15.16:—Pass., καταδαπανᾶσθαι ἐν τῇ κακίᾳ LXXWi.5.13; κατεδαπανῶντο ταῖς μάστιξι τὰ σώματα Eun.Hist. p.269D. 2 absorb, do away with, Aët.7.91.

German (Pape)

[Seite 1345] verbrauchen, verzehren, verwenden; ταῦτα τὰ χρήματα καταδεδαπάνητό σφι Her. 5, 34; Xen. Cyr. 6, 2, 30 u. Sp.; λιμός τινα Sotad. bei Stob. fl. 98, 9. – Med. bei Ath. X, 419 e, großen Aufwand machen.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
dépenser largement, consumer, épuiser.
Étymologie: κατά, δαπανάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-δαπανάω verspillen, geheel verbruiken:. ἔνθα δέ τι ἦν, ἡμεῖς διαπορευόμενοι κατεδαπανήσαμεν waar er iets was, hebben we het tijdens onze tocht verbruikt Xen. An. 2.2.11; κ. τὴν οὐσίαν zijn vermogen erdoorheen jagen Aristot. Pol. 1316b23.

Russian (Dvoretsky)

καταδᾰπᾰνάω:
1) полностью тратить, до конца расходовать (τὰ χρήματα καταδεδαπάνητό σφι Her.);
2) расточать (τὴν οὐσίαν Arst.);
3) уничтожать (τὰ περιέχοντα τὴν γῆν Arst.);
4) производить замену, заменять (τὸ στρωμάτων βάρος εἰς τὰ ἐπιτήδεια κ. Xen.).

Greek Monotonic

καταδᾰπᾰνάω: μέλ. -ήσω,
I. σπαταλώ, διασπαθίζω, ασωτεύω, σε Ξεν. — Παθ., (τὰ χρήματα) καταδεδαπάνητό σφι, σε Ηρόδ.
II. καταστρέφομαι, φθείρομαι ολοκληρωτικά, λέγεται για στρατό, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰδᾰπανάω: σπαταλῶ, ἀσωτεύω, τὴν οὐσίαν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 12, 18· καὶ τὸ τῶν στρωμάτων δὲ βάρος εἰς τὰ ἐπιτήδεια καταδαπανᾶτε, δηλ. ἀντὶ νὰ φέρητε μεθ’ ἑαυτῶν πολλὰ στρώματα, νὰ φέρητε πολλὰς τροφάς, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 30·- Παθ., τὰ χρήματα κατεδαπάνητό σφι Ἡρόδ. 5. 34.·- Μέσ., εἶμαι ἄσωτος, Πύρρων παρ’ Ἀθην. 419Ε. ΙΙ. καταναλίσκω, ἔνθα δ’ εἴ τι ἦν διαπορευόμενοι κατεδαπανήσαμεν, ἐπὶ τροφῶν, Ξεν. Ἀν. 2. 2, 11· λιμὸς κ. τινα Σωτάδ. παρὰ Στοβ. 528. 21:- Παθ., καταδαπανᾶσθαι κακίᾳ, αἰκισμοῖς, κτλ., Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Ε΄, 14), Ἐκκλ.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to squander, lavish, Xen.:— Pass., [τὰ χρήματα] καταδεδαπάνητό σφι Hdt.
II. to consume entirely, of an army, Xen.