κροτησμός: Difference between revisions
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />bruit de choses qui s'entrechoquent.<br />'''Étymologie:''' [[κροτέω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />bruit de choses qui s'entrechoquent.<br />'''Étymologie:''' [[κροτέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κροτησμός -οῦ, ὁ [κροτέω] gebeuk. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κροτησμός:''' ὁ [[удары]], [[стук]], [[лязг]] Aesch. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''κροτησμός:''' ὁ = [[κρότος]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''κροτησμός:''' ὁ = [[κρότος]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κροτησμός''': ὁ, = [[κρότος]], εἰκώ... πυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσα, ὑφισταμένη πυκνὰ κτυπήματα, ἐπὶ τῶν κτυπημάτων καὶ τοῦ κρότου τῶν ἐπὶ τῆς φερούσης τὴν εἰκόνα ἀσπίδος ῥιπτομένων δοράτων, Αἰσχύλ. Θήβ. 561. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 20:50, 2 October 2022
English (LSJ)
ὁ, = κρότος, [ἀσπὶς] πυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσα A.Th.561.
German (Pape)
[Seite 1513] ὁ, = Vorigem; πυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ' ὑπὸ πτόλιν Aesch. Spt. 543, vom Schleudern der Lanzen auf die Schilder, das einen hellen Klang hervorbringt.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
bruit de choses qui s'entrechoquent.
Étymologie: κροτέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κροτησμός -οῦ, ὁ [κροτέω] gebeuk.
Russian (Dvoretsky)
κροτησμός: ὁ удары, стук, лязг Aesch.
Greek Monolingual
κροτησμός, ὁ (Α)
κρότος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κροτώ + επίθημα -ησμός (πρβλ. ορχησμός, χρησμός)].
Greek Monotonic
κροτησμός: ὁ = κρότος, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
κροτησμός: ὁ, = κρότος, εἰκώ... πυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσα, ὑφισταμένη πυκνὰ κτυπήματα, ἐπὶ τῶν κτυπημάτων καὶ τοῦ κρότου τῶν ἐπὶ τῆς φερούσης τὴν εἰκόνα ἀσπίδος ῥιπτομένων δοράτων, Αἰσχύλ. Θήβ. 561.
Middle Liddell
κροτησμός, οῦ, [from κροτέω = κρότος, Aesch.]