νεοπρεπής: Difference between revisions

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui a l'air jeune.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[πρέπω]].
|btext=ής, ές :<br />qui a l'air jeune.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[πρέπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''νεοπρεπής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[подобающий]] (лишь) молодежи (ὁ [[λόγος]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[юношеский]], [[незрелый]] (ν. καὶ [[περίεργος]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεοπρεπής:''' -ές ([[πρέπω]]), αυτός που αρμόζει σε νέους, [[νεανικός]]· επίσης, [[ελευθέριος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''νεοπρεπής:''' -ές ([[πρέπω]]), αυτός που αρμόζει σε νέους, [[νεανικός]]· επίσης, [[ελευθέριος]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''νεοπρεπής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[подобающий]] (лишь) молодежи (ὁ [[λόγος]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[юношеский]], [[незрелый]] (ν. καὶ [[περίεργος]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 14:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοπρεπής Medium diacritics: νεοπρεπής Low diacritics: νεοπρεπής Capitals: ΝΕΟΠΡΕΠΗΣ
Transliteration A: neoprepḗs Transliteration B: neoprepēs Transliteration C: neoprepis Beta Code: neopreph/s

English (LSJ)

ές, (πρέπω) A befitting the young, youthful, λόγος Pl.Lg.892d. 2 like a youth, extravagant, ν. καὶ περίεργος, opp. εὐτελὴς καὶ ἀφελής, Plu.TG2, cf. 2.334c (Comp.).

German (Pape)

[Seite 243] ές, sich für junge Leute schickend, jugendlich; μή πη πρεσβύτας ἡμᾶς ὄντας νεοπρεπὴς ὢν ὁ λόγος παραπείσῃ, Plat. Legg. X, 892 d; dem αὐστηρός entggstzt, Plut. Tib. Graech. 2 Eum. 11.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a l'air jeune.
Étymologie: νέος, πρέπω.

Russian (Dvoretsky)

νεοπρεπής:
1) подобающий (лишь) молодежи (ὁ λόγος Plat.);
2) юношеский, незрелый (ν. καὶ περίεργος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

νεοπρεπής: -ές, (πρέπω) ὁ ἁρμόζων εἰς νέους, νεανικός, Λατ. juvenilis, Πλατ. Νόμ. 892D. 2) ἐλευθέριος, ν. καὶ περίεργος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εὐτελὴς καὶ ἀφελής, Πλουτ. Τιβ. Γράκχ. 2, πρβλ. Wyttenb. 2. 334C.

Greek Monolingual

νεοπρεπής, -ές (Α)
1. αυτός που αρμόζει σε νεαρά άτομα, ο νεανικός («μή πῃ πρεσβύτας ὑμᾱς ὄντάς νεοπρεπὴς ὢν ὁ λόγος παραπείσῃ», Πλάτ.)
2. αυτός που έχει φρόνημα νεανικό, ελευθέριος, υπερβολικός
3. νεωτεριστικός, μοντέρνος («κατασκευὰς οἰκοδομημάτων νεοπρεπεῑς», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. μεγαλο-πρεπής].

Greek Monotonic

νεοπρεπής: -ές (πρέπω), αυτός που αρμόζει σε νέους, νεανικός· επίσης, ελευθέριος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

νεο-πρεπής, ές πρέπω
befitting young people, youthful, extravagant, Plut.

English (Woodhouse)

of things befitting a youth

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)