Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατάρτυσις: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action d'élever, de former, de dresser, de discipliner.<br />'''Étymologie:''' [[καταρτύω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />action d'élever, de former, de dresser, de discipliner.<br />'''Étymologie:''' [[καταρτύω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατάρτυσις -εως, ἡ [καταρτύω] training, dressuur.
}}
{{elru
|elrutext='''κατάρτῡσις:''' εως ἡ [[воспитание]], [[обучение]], [[дрессировка]] (τῶν ἵππων Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατάρτυσις]], ἡ (Α) [[καταρτύω]]<br /><b>1.</b> η [[άσκηση]], η [[εκγύμναση]], η [[αγωγή]] («τοὺς τραχυτάτους πώλους ἀρίστους ἵππους [[γίγνεσθαι]]... [[ὅταν]] ἧς προσήκει τύχωσι παιδείας καὶ καταρτύσεως», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[επεξεργασία]], η [[κατασκευή]].
|mltxt=[[κατάρτυσις]], ἡ (Α) [[καταρτύω]]<br /><b>1.</b> η [[άσκηση]], η [[εκγύμναση]], η [[αγωγή]] («τοὺς τραχυτάτους πώλους ἀρίστους ἵππους [[γίγνεσθαι]]... [[ὅταν]] ἧς προσήκει τύχωσι παιδείας καὶ καταρτύσεως», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[επεξεργασία]], η [[κατασκευή]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατάρτῡσις:''' εως ἡ [[воспитание]], [[обучение]], [[дрессировка]] (τῶν ἵππων Plut.).
}}
{{elnl
|elnltext=κατάρτυσις -εως, ἡ [καταρτύω] training, dressuur.
}}
}}

Revision as of 11:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάρτῡσις Medium diacritics: κατάρτυσις Low diacritics: κατάρτυσις Capitals: ΚΑΤΑΡΤΥΣΙΣ
Transliteration A: katártysis Transliteration B: katartysis Transliteration C: katartysis Beta Code: kata/rtusis

English (LSJ)

εως, ἡ, A training, discipline, παιδεία καὶ κατάρτυσις Plu.Them.2; ψυχῶν Iamb.VP16.68, cf. 20.95. 2 = confectio, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1376] ἡ, Zubereitung, Einrichtung, Anordnung, Erziehung, Sp.; von Pferden, Dressur, Plut. Them. 2.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d'élever, de former, de dresser, de discipliner.
Étymologie: καταρτύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάρτυσις -εως, ἡ [καταρτύω] training, dressuur.

Russian (Dvoretsky)

κατάρτῡσις: εως ἡ воспитание, обучение, дрессировка (τῶν ἵππων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κατάρτῡσις: -εως, ἡ, (καταρτύω), κατάρτισις (ὃ ἴδε), Ἰάμβλ. ἐν Β. Πυθ. 68 καὶ 95.

Greek Monolingual

κατάρτυσις, ἡ (Α) καταρτύω
1. η άσκηση, η εκγύμναση, η αγωγή («τοὺς τραχυτάτους πώλους ἀρίστους ἵππους γίγνεσθαι... ὅταν ἧς προσήκει τύχωσι παιδείας καὶ καταρτύσεως», Πλούτ.)
2. η επεξεργασία, η κατασκευή.