κακοξύνετος: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />habile dans l'art de faire le mal;<br /><i>seul. Cp.</i> κακοξυνετώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], σύνετος.
|btext=ος, ον :<br />habile dans l'art de faire le mal;<br /><i>seul. Cp.</i> κακοξυνετώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], σύνετος.
}}
{{elnl
|elnltext=κακοξύνετος -ον [κακός, συνίημι] slinks, sluw, leep.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκοξύνετος:''' [[хитрый]], [[способный на плутни]], [[злокозненный]], [[коварный]], [[зловредный]]: οὐκ ἀξυνετώτερος, κακοξυνετώτερος δέ Thuc. не более глупый, но более коварный.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκοξύνετος:''' -ον, αυτός που έχει φρόνιμη [[σκέψη]] προς το [[κακό]], [[πανούργος]], [[δόλιος]], σε Θουκ.
|lsmtext='''κᾰκοξύνετος:''' -ον, αυτός που έχει φρόνιμη [[σκέψη]] προς το [[κακό]], [[πανούργος]], [[δόλιος]], σε Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=κακοξύνετος -ον [κακός, συνίημι] slinks, sluw, leep.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκοξύνετος:''' [[хитрый]], [[способный на плутни]], [[злокозненный]], [[коварный]], [[зловредный]]: οὐκ ἀξυνετώτερος, κακοξυνετώτερος δέ Thuc. не более глупый, но более коварный.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰκο-ξύνετος, ον<br />[[wise]] for [[evil]], Thuc.
|mdlsjtxt=κᾰκο-ξύνετος, ον<br />[[wise]] for [[evil]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 23:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοξύνετος Medium diacritics: κακοξύνετος Low diacritics: κακοξύνετος Capitals: ΚΑΚΟΞΥΝΕΤΟΣ
Transliteration A: kakoxýnetos Transliteration B: kakoxynetos Transliteration C: kakoksynetos Beta Code: kakocu/netos

English (LSJ)

ον, wise for evil, οὐκ ἀξυνετωτέρου, κακοξυνετωτέρου δέ not less wise, but more wise for evil, Th. 6.76.

German (Pape)

[Seite 1301] zum Bösen klug, arglistig, Thuc. 6, 76 im comparat., nach Schol. πανουργότερος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
habile dans l'art de faire le mal;
seul. Cp. κακοξυνετώτερος.
Étymologie: κακός, σύνετος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοξύνετος -ον [κακός, συνίημι] slinks, sluw, leep.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοξύνετος: хитрый, способный на плутни, злокозненный, коварный, зловредный: οὐκ ἀξυνετώτερος, κακοξυνετώτερος δέ Thuc. не более глупый, но более коварный.

Greek (Liddell-Scott)

κακοξύνετος: -ον, συνετὸς εἰς τὸ κακόν, οὐκ ἀξυνετωτέρου, κακοξυνετωτέρου δέ, οὐχὶ ὀλιγώτερον συνετοῦ ἀλλὰ συνετωτέρου εἰς τὸ κακόν, Θουκ. σ. 76.

Greek Monolingual

κακοξύνετος, -ον (Α)
ευφυής, συνετός στο κακό («οὐκ ἀξυνετωτέρου, κακοξυνετωτέρου δέ» — όχι λιγότερο συνετού, αλλά συνετότερου στο κακό, Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + ξυνετός].

Greek Monotonic

κᾰκοξύνετος: -ον, αυτός που έχει φρόνιμη σκέψη προς το κακό, πανούργος, δόλιος, σε Θουκ.

Middle Liddell

κᾰκο-ξύνετος, ον
wise for evil, Thuc.