κινητέος: Difference between revisions

From LSJ

εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[κινέω]].
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[κινέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κῑνητέος''': , -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[κινέω]], ὃν δεῖ κινεῖν, Πλάτ. Ἀτεραστ. 134A· ― μεταβλητέος, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8. 25. ΙΙ. κινητέον, πρέπει τις νὰ βάλῃ εἰς κίνησιν, νὰ παρουσιάσῃ, τὴν ζωγραφίαν Πλάτ. Πολ. 373A. 2) πρέπει τις νὰ μεταβάλῃ, οὐδὲν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 738D.
|elnltext=κινητέος -α -ον, adj. verb. van κινέω, die in beweging gezet moet worden:; εἰ καὶ κινητέοι ( νόμοι ) als de wetten wel veranderd moeten worden Aristot. Pol. 1269a25; n. onpers. κινητέον er moet in beweging gezet worden, met acc.: τὴν ζωγραφίαν de schilderkunst moet erbij gehaald worden Plat. Resp. 373a.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῑνητέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[κινέω]],<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να κινηθεί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> <i>κινητέον</i>, αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να βάλει σε [[κίνηση]], στον ίδ.
|lsmtext='''κῑνητέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[κινέω]],<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να κινηθεί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> <i>κινητέον</i>, αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να βάλει σε [[κίνηση]], στον ίδ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=κινητέος -α -ον, adj. verb. van κινέω, die in beweging gezet moet worden:; εἰ καὶ κινητέοι ( νόμοι ) als de wetten wel veranderd moeten worden Aristot. Pol. 1269a25; n. onpers. κινητέον er moet in beweging gezet worden, met acc.: τὴν ζωγραφίαν de schilderkunst moet erbij gehaald worden Plat. Resp. 373a.
|lstext='''κῑνητέος''': , -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[κινέω]], ὃν δεῖ κινεῖν, Πλάτ. Ἀτεραστ. 134A· ― μεταβλητέος, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8. 25. ΙΙ. κινητέον, πρέπει τις νὰ βάλῃ εἰς κίνησιν, νὰ παρουσιάσῃ, τὴν ζωγραφίαν Πλάτ. Πολ. 373A. 2) πρέπει τις νὰ μεταβάλῃ, οὐδὲν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 738D.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κῑνητέος, η, ον verb. adj. of [[κινέω]]<br /><b class="num">I.</b> to be moved, Plat.<br /><b class="num">II.</b> κινητέον, one must [[call]] [[into]] [[play]], Plat.
|mdlsjtxt=κῑνητέος, η, ον verb. adj. of [[κινέω]]<br /><b class="num">I.</b> to be moved, Plat.<br /><b class="num">II.</b> κινητέον, one must [[call]] [[into]] [[play]], Plat.
}}
}}

Revision as of 18:05, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῑνητέος Medium diacritics: κινητέος Low diacritics: κινητέος Capitals: ΚΙΝΗΤΕΟΣ
Transliteration A: kinētéos Transliteration B: kinēteos Transliteration C: kiniteos Beta Code: kinhte/os

English (LSJ)

α, ον, A to be moved or excited, Pl.Amat.134a; to be altered, Id.Lg.738d, Arist.Pol.1269a25. II κινητέον, one must call into play, τὴν ζωγραφίαν Pl.R.373a. 2 one must excite, ὀργὴν ἢ ἔλεον S.E.M.2.11.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de κινέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κινητέος -α -ον, adj. verb. van κινέω, die in beweging gezet moet worden:; εἰ καὶ κινητέοι ( νόμοι ) als de wetten wel veranderd moeten worden Aristot. Pol. 1269a25; n. onpers. κινητέον er moet in beweging gezet worden, met acc.: τὴν ζωγραφίαν de schilderkunst moet erbij gehaald worden Plat. Resp. 373a.

Greek Monotonic

κῑνητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του κινέω,
I. αυτός που πρέπει να κινηθεί, σε Πλάτ.
II. κινητέον, αυτό που πρέπει κάποιος να βάλει σε κίνηση, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

κῑνητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ κινέω, ὃν δεῖ κινεῖν, Πλάτ. Ἀτεραστ. 134A· ― μεταβλητέος, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8. 25. ΙΙ. κινητέον, πρέπει τις νὰ βάλῃ εἰς κίνησιν, νὰ παρουσιάσῃ, τὴν ζωγραφίαν Πλάτ. Πολ. 373A. 2) πρέπει τις νὰ μεταβάλῃ, οὐδὲν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 738D.

Middle Liddell

κῑνητέος, η, ον verb. adj. of κινέω
I. to be moved, Plat.
II. κινητέον, one must call into play, Plat.