λιμοθνής: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆτος (ὁ, ἡ)<br />qui meurt de faim.<br />'''Étymologie:''' [[λιμός]], [[θνῄσκω]].
|btext=ῆτος (ὁ, ἡ)<br />qui meurt de faim.<br />'''Étymologie:''' [[λιμός]], [[θνῄσκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λῑμοθνής:''' ῆτος adj. умирающий с голоду ([[πτωχός]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῑμοθνής:''' -ῆτος, ὁ, ἡ ([[θνῄσκω]]), αυτός που πεθαίνει από [[πείνα]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''λῑμοθνής:''' -ῆτος, ὁ, ἡ ([[θνῄσκω]]), αυτός που πεθαίνει από [[πείνα]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῑμοθνής:''' ῆτος adj. умирающий с голоду ([[πτωχός]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 13:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῑμοθνής Medium diacritics: λιμοθνής Low diacritics: λιμοθνής Capitals: ΛΙΜΟΘΝΗΣ
Transliteration A: limothnḗs Transliteration B: limothnēs Transliteration C: limothnis Beta Code: limoqnh/s

English (LSJ)

ῆτος, ὁ, ἡ, dying of hunger, A.Ag.1274.

French (Bailly abrégé)

ῆτος (ὁ, ἡ)
qui meurt de faim.
Étymologie: λιμός, θνῄσκω.

Russian (Dvoretsky)

λῑμοθνής: ῆτος adj. умирающий с голоду (πτωχός Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

λῑμοθνής: ῆτος, ὁ, ἡ, ἀποθνήσκων ἐκ τῆς πείνης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1274.

Greek Monolingual

λιμοθνής, -ῆτος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που πεθαίνει από την πείνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + -θνής (< θνήσκω), πρβλ. ανδροθνής, χειμοθνής].

Greek Monotonic

λῑμοθνής: -ῆτος, ὁ, ἡ (θνῄσκω), αυτός που πεθαίνει από πείνα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

λῑμο-θνής, ῆτος, θνήσκω
dying of hunger, Aesch.

English (Woodhouse)

dying of hunger

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)