οὔτοι: Difference between revisions

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />non certes, non cependant, en vérité non.<br />'''Étymologie:''' [[οὐ]], [[τοι]].
|btext=<i>adv.</i><br />non certes, non cependant, en vérité non.<br />'''Étymologie:''' [[οὐ]], [[τοι]].
}}
{{elru
|elrutext='''οὔτοι:''' adv. тж. раздельно поистине (право, совсем, нисколько, конечно) не: ἢ τὸ [[πλοῖον]] ἀφῖκται ἐκ Δήλου; - Οὔ. δὴ ἀφῖκται, ἀλλὰ δοκεῖ [[μέν]] μοι ἥξειν [[τήμερον]] Plat. разве пришел корабль из Делоса? - Да нет, не пришел, но кажется мне, что придет сегодня; οὔ. μὰ τὴν [[Δήμητρα]] Arph. ну нет, клянусь Деметрой.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οὔτοι:''' ή [[οὔτοι]], επίρρ., [[πράγματι]], όχι, στ' [[αλήθεια]] όχι, Λατ. [[non]] [[sane]], σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· στην Αττ. [[πριν]] από τους όρκους, [[οὔτοι]] μὰ τὴν [[Δήμητρα]], <i>μὰ τὸν Ἀπόλλω</i>, σε Αριστοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''οὔτοι:''' ή [[οὔτοι]], επίρρ., [[πράγματι]], όχι, στ' [[αλήθεια]] όχι, Λατ. [[non]] [[sane]], σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· στην Αττ. [[πριν]] από τους όρκους, [[οὔτοι]] μὰ τὴν [[Δήμητρα]], <i>μὰ τὸν Ἀπόλλω</i>, σε Αριστοφ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''οὔτοι:''' adv. тж. раздельно поистине (право, совсем, нисколько, конечно) не: ἢ τὸ [[πλοῖον]] ἀφῖκται ἐκ Δήλου; - Οὔ. δὴ ἀφῖκται, ἀλλὰ δοκεῖ [[μέν]] μοι ἥξειν [[τήμερον]] Plat. разве пришел корабль из Делоса? - Да нет, не пришел, но кажется мне, что придет сегодня; οὔ. μὰ τὴν [[Δήμητρα]] Arph. ну нет, клянусь Деметрой.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[indeed]] not, Lat. non [[sane]], Hom., Hes., etc.; in [[attic]] [[before]] oaths, [[οὔτοι]] μὰ τὴν Δήμητρα, μὰ τὸν Ἀπόλλω Ar., etc.
|mdlsjtxt=<br />[[indeed]] not, Lat. non [[sane]], Hom., Hes., etc.; in [[attic]] [[before]] oaths, [[οὔτοι]] μὰ τὴν Δήμητρα, μὰ τὸν Ἀπόλλω Ar., etc.
}}
}}

Revision as of 15:07, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὔτοι Medium diacritics: οὔτοι Low diacritics: ούτοι Capitals: ΟΥΤΟΙ
Transliteration A: oútoi Transliteration B: outoi Transliteration C: oytoi Beta Code: ou)/toi

English (LSJ)

or οὔ τοι, Adv. indeed not, Il.1.298, 515, 3.65, 4.29, Hes. Op. 759, etc.: in Att. freq. before protestations, οὔτοι μὰ τὴν Δήμητρα Ar. Pl.64; οὔτοι… μὰ τὸν Ἀπόλλω Id.V.1366; οὔτοι μὰ τὴν Γῆν Id.Pax 188; μὰ τὸν Δί' οὔτοι γε Id.Th.34; μὰ τὸν Δί' οὐ τοίνυν Id.V.1141 (cf. τοίνυν) ; ἀλλ' οὔτοι… γε S.El.137 (lyr.), etc.; οὔτοι δή Pl.Cri.43d; οὔτοι δὴ… γε Id.Euthphr.2a, etc.; οὔτοι μὲν οὖν Id.Phdr.271b; οὔτοι πότε never indeed, S.Ant.522, etc.; οὔτοι ποτέ… γε Id.OT852; cf. οὔ τἄν, οὔ τἄρα. (οὔτοι is freq. confounded with οὔτι.)

German (Pape)

[Seite 421] doch nicht, gewiß nicht, wahrlich nicht, Hom. u. Folgde, auch getrennt geschrieben und durch dazwischentretende Partikeln getrennt; oft bei den Tragg.; auch in Prosa; οὔτοι μὲν οὖν, Plat. Phaedr. 271 b; ἀλλ' οὔτοι τούτων γε οὐδεμίαν οἶμαί σε βούλεσθαι ῥητορικὴν καλεῖν Gorg. 450 e; Legg. II, 656 c; οὔτοι δή, Crit. 43 d; mit γέ, Alc. I, 124 d.

French (Bailly abrégé)

adv.
non certes, non cependant, en vérité non.
Étymologie: οὐ, τοι.

Russian (Dvoretsky)

οὔτοι: adv. тж. раздельно поистине (право, совсем, нисколько, конечно) не: ἢ τὸ πλοῖον ἀφῖκται ἐκ Δήλου; - Οὔ. δὴ ἀφῖκται, ἀλλὰ δοκεῖ μέν μοι ἥξειν τήμερον Plat. разве пришел корабль из Делоса? - Да нет, не пришел, но кажется мне, что придет сегодня; οὔ. μὰ τὴν Δήμητρα Arph. ну нет, клянусь Деметрой.

Greek (Liddell-Scott)

οὔτοι: ἢ οὔ τοι, Ἀπίρρ., ὄντως οὐχί, βεβαίως οὐχί, Λατ. non sane, Ὅμ., Ἡσ., κλ.· παρ’ Ἀττ. συχν. πρὸ διαμαρτυρίας, οὔτοι μὰ τὴν Δήμητρα Ἀριστοφ. Πλ. 64· οὔτοι... μὰ τὸν Ἀπόλλω ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1366· οὔτοι μὰ τὴν Γῆν Εἰρ. 188· μὰ τὸν Δί’ οὔτοι γε Θεσμ. 34· μὰ τὸν Δί’ οὐ τοίνυν ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1141 (πρβλ. τοίνυν)· ἀλλ’ οὔτοι γε Σοφ. Ἠλ. 137, κτλ.· οὔτοι δὴ Πλάτ. Κρίτων 43D· οὔτοι δὴ ... γε ὁ αὐτ. ἐν Εὐθύφρονι 2Α, κλ.· οὔτοι μενοῦν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 271Β· οὔτοι ποθ’, ὄντως οὐδέποτε, Σοφοκλ. Ἀντ. 522, κτλ.· οὔτοι ποτὲ ... γε ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 852· πρβλ. οὔ τἄν, οὔ τἆρα. (τὸ οὔτοι συχνάκις συγχέεται πρὸς τὸ οὔτι).

English (Autenrieth)

certainly not.

English (Slater)

οὔτοι v. οὐ 8. b.

Greek Monolingual

οὔτοι και οὔ τοι (Α)
επίρρ.
1. βεβαίως όχι, πραγματικά όχι («χερσὶ μὲν οὔτοι ἐγὼ γε μαχήσομαι εἵνεκα κούρης», Ομ. Ιλ.)
2. (με το πότε) όντως ουδέποτεούτοι ποθ' ουχθρούς, ουδ' όταν θάνῃ», Σοφ.).

Greek Monotonic

οὔτοι: ή οὔτοι, επίρρ., πράγματι, όχι, στ' αλήθεια όχι, Λατ. non sane, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· στην Αττ. πριν από τους όρκους, οὔτοι μὰ τὴν Δήμητρα, μὰ τὸν Ἀπόλλω, σε Αριστοφ. κ.λπ.

Middle Liddell


indeed not, Lat. non sane, Hom., Hes., etc.; in attic before oaths, οὔτοι μὰ τὴν Δήμητρα, μὰ τὸν Ἀπόλλω Ar., etc.