περισοβέω: Difference between revisions
τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=-ῶ :<br />agiter tout autour ; faire circuler ; <i>Pass.</i> circuler.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[σοβέω]]. | |btext=-ῶ :<br />agiter tout autour ; faire circuler ; <i>Pass.</i> circuler.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[σοβέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=περι-σοβέω rondjagen; pass. rondgaan:; περιεσοβεῖτο ἡ κύλιξ de beker ging rond Luc. 17.15; intrans. rennen:. κύκλῳ π. τὰς πόλεις rondom door de steden rennen Aristoph. Av. 1425. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περισοβέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[пускать вкруговую]]: ἐς τοὺς ἄλλους περιεσοβεῖτο ἡ [[κύλιξ]] Luc. чаша шла вкруговую от одних к другим;<br /><b class="num">2)</b> [[идти вкруговую]] (περισοβεῖ [[ποτήριον]] ἀκράτου Men.);<br /><b class="num">3)</b> [[обходить]] (τὰς πόλεις Arph.). | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περισοβέω:''' μέλ. <i>—ήσω</i> ·<br /><b class="num">I.</b> [[περιφέρω]], [[περισοβέω]] [[ποτήριον]], [[δίνω]] σε κύκλο το [[ποτήρι]] μου με το [[κρασί]], σε Μένανδρ.<br /><b class="num">II.</b> [[τρέχω]] βιαστικά γύρω από, <i>τὰςπόλεις</i>, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''περισοβέω:''' μέλ. <i>—ήσω</i> ·<br /><b class="num">I.</b> [[περιφέρω]], [[περισοβέω]] [[ποτήριον]], [[δίνω]] σε κύκλο το [[ποτήρι]] μου με το [[κρασί]], σε Μένανδρ.<br /><b class="num">II.</b> [[τρέχω]] βιαστικά γύρω από, <i>τὰςπόλεις</i>, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''περισοβέω''': σοβῶ [[πέριξ]], π. [[ποτήριον]], [[περιφέρω]], [[περιάγω]], τὸ [[ποτήριον]], παῖ, ταχὺ τὸ πρῶτον περισόβει [[ποτήριον]] αὐτοῖς ἀκράτου Μένανδρος παρ’ Ἀθην. 504Α· μικροῖς ἐκπώμασι περισοβεῖν ἐκέλευσε τοῖς παισὶν Ἱππόλοχ. παρ’ Ἀθην. 130C· Παθ., κύλικος περισοβουμένης Ἀλκίφρων 1. 22, πρβλ. 3. 55, Λουκ. Συμπ. 15. ΙΙ. [[περιτρέχω]] μετὰ θορύβου, κύκλῳ τὰς πόλεις Ἀριστοφ. Ὄρν. 1425· πρβλ. [[σοβέω]] ΙΙΙ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περισοβεῖν· ἐν κύκλῳ πίνειν. ἢ περιτρέχειν. ἢ φωνεῖν. ἢ διώκειν». | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br /><b class="num">I.</b> to [[chase]] [[about]], π. [[ποτήριον]] to [[push]] [[round]] the [[wine]]-cup, Menand.<br /><b class="num">II.</b> to run [[bustling]] [[round]], τὰς πόλεις Ar. | |mdlsjtxt=fut. ήσω<br /><b class="num">I.</b> to [[chase]] [[about]], π. [[ποτήριον]] to [[push]] [[round]] the [[wine]]-cup, Menand.<br /><b class="num">II.</b> to run [[bustling]] [[round]], τὰς πόλεις Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:30, 2 October 2022
English (LSJ)
A chase about, π. ποτήριον push round the wine-cup, Men.224, cf. Hippoloch. ap. Ath.4.130c:—Pass., κύλικος, φιλοτησίας περισοβουμένης, Alciphr.1.22, 3.55, cf. Luc.Symp.15. II run bustling round, κύκλῳ τὰς πόλεις Ar.Av.1425.
German (Pape)
[Seite 591] herumjagen, geschwind herumgehen lassen, κύλικα, Ath. XI, 504; vgl. Luc. conv. 15; Alciphr. 3, 55. – Intr., geschwind herumgehen, c. accus., τὰς πόλεις, Ar. Av. 1425.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
agiter tout autour ; faire circuler ; Pass. circuler.
Étymologie: περί, σοβέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-σοβέω rondjagen; pass. rondgaan:; περιεσοβεῖτο ἡ κύλιξ de beker ging rond Luc. 17.15; intrans. rennen:. κύκλῳ π. τὰς πόλεις rondom door de steden rennen Aristoph. Av. 1425.
Russian (Dvoretsky)
περισοβέω:
1) пускать вкруговую: ἐς τοὺς ἄλλους περιεσοβεῖτο ἡ κύλιξ Luc. чаша шла вкруговую от одних к другим;
2) идти вкруговую (περισοβεῖ ποτήριον ἀκράτου Men.);
3) обходить (τὰς πόλεις Arph.).
Greek Monotonic
περισοβέω: μέλ. —ήσω ·
I. περιφέρω, περισοβέω ποτήριον, δίνω σε κύκλο το ποτήρι μου με το κρασί, σε Μένανδρ.
II. τρέχω βιαστικά γύρω από, τὰςπόλεις, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
περισοβέω: σοβῶ πέριξ, π. ποτήριον, περιφέρω, περιάγω, τὸ ποτήριον, παῖ, ταχὺ τὸ πρῶτον περισόβει ποτήριον αὐτοῖς ἀκράτου Μένανδρος παρ’ Ἀθην. 504Α· μικροῖς ἐκπώμασι περισοβεῖν ἐκέλευσε τοῖς παισὶν Ἱππόλοχ. παρ’ Ἀθην. 130C· Παθ., κύλικος περισοβουμένης Ἀλκίφρων 1. 22, πρβλ. 3. 55, Λουκ. Συμπ. 15. ΙΙ. περιτρέχω μετὰ θορύβου, κύκλῳ τὰς πόλεις Ἀριστοφ. Ὄρν. 1425· πρβλ. σοβέω ΙΙΙ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περισοβεῖν· ἐν κύκλῳ πίνειν. ἢ περιτρέχειν. ἢ φωνεῖν. ἢ διώκειν».
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to chase about, π. ποτήριον to push round the wine-cup, Menand.
II. to run bustling round, τὰς πόλεις Ar.