πλόκιος: Difference between revisions

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />entrelacé.<br />'''Étymologie:''' [[πλόκος]].
|btext=α, ον :<br />entrelacé.<br />'''Étymologie:''' [[πλόκος]].
}}
{{elru
|elrutext='''πλόκιος:''' [[хитросплетенный]], [[запутанный]] (μῦθοι Hom. - [[varia lectio|v.l.]] [[κλόπιος]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ον, Α [[πλόκος]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πλεχθεί, πλεγμένος, [[στριφτός]]<br /><b>2.</b> (στους <b>Ορφ.</b> Ύμν.) [[προσωνυμία]] της φύσης.
|mltxt=-α, -ον, Α [[πλόκος]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πλεχθεί, πλεγμένος, [[στριφτός]]<br /><b>2.</b> (στους <b>Ορφ.</b> Ύμν.) [[προσωνυμία]] της φύσης.
}}
{{elru
|elrutext='''πλόκιος:''' [[хитросплетенный]], [[запутанный]] (μῦθοι Hom. - [[varia lectio|v.l.]] [[κλόπιος]]).
}}
}}

Revision as of 15:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλόκιος Medium diacritics: πλόκιος Low diacritics: πλόκιος Capitals: ΠΛΟΚΙΟΣ
Transliteration A: plókios Transliteration B: plokios Transliteration C: plokios Beta Code: plo/kios

English (LSJ)

α, ον, twined, v.l. for κλόπιος, Od.13.295; πλοκίη, epithet of φύσις, Orph.H.10.11 (prob.).

German (Pape)

[Seite 637] geflochten, verflochten, verwickelt, alte v.l. für κλόπιος, Od. 13, 295, welche die VLL. πεπλεγμένοι, σκολιοί erklären.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
entrelacé.
Étymologie: πλόκος.

Russian (Dvoretsky)

πλόκιος: хитросплетенный, запутанный (μῦθοι Hom. - v.l. κλόπιος).

Greek (Liddell-Scott)

πλόκιος: -α, -ον, (πλέκω) πεπλεγμένος, συνεστραμμένος, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ κλόπιος, Ὀδ. Ν. 295.

Greek Monolingual

-α, -ον, Α πλόκος
1. αυτός που έχει πλεχθεί, πλεγμένος, στριφτός
2. (στους Ορφ. Ύμν.) προσωνυμία της φύσης.