ποδανιπτήρ: Difference between revisions
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />bassin pour les pieds.<br />'''Étymologie:''' [[πούς]], [[νίπτω]]. | |btext=ῆρος (ὁ) :<br />bassin pour les pieds.<br />'''Étymologie:''' [[πούς]], [[νίπτω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=ποδανιπτήρ -ῆρος, ὁ [πούς, νίπτω] wasbak voor voeten. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ποδᾰνιπτήρ:''' ῆρος ὁ таз для омовения ног, ножная ванночка Her. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''ποδᾰνιπτήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[νίζω]]), [[αγγείο]], [[δοχείο]] για το [[πλύσιμο]] των ποδιών, [[νιπτήρας]] για τα πόδια, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ποδᾰνιπτήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[νίζω]]), [[αγγείο]], [[δοχείο]] για το [[πλύσιμο]] των ποδιών, [[νιπτήρας]] για τα πόδια, σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''ποδᾰνιπτήρ''': ῆρος, ὁ, ([[νίζω]]) [[ἀγγεῖον]] πρὸς νίψιν τῶν ποδῶν, νιπτὴρ τῶν ποδῶν, Στησίχ. 31, Ἡρόδ. 2. 172, Ἀμειψίας ἐν «Ἀποκοτταβίζουσιν» 2, κτλ.· ― ὁ [[τύπος]] ποδαν- βεβαιοῦται ἐκ τῆς Συλλ. Ἐπιγρ. 3071· [[ποδονιπτήρ]], ποδόνιπτρον [[εἶναι]] τύποι μεταγεν. καὶ ἀδόκιμοι παρ’ Ἀθην. 168F, 451D, Πλούτ. 2. 151Ε, κτλ., ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 689. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ποδᾰ-ϝιπτήρ, ῆρος, ὁ, [[νίζω]]<br />a [[vessel]] for [[washing]] the feet in, a footpan, Hdt. | |mdlsjtxt=ποδᾰ-ϝιπτήρ, ῆρος, ὁ, [[νίζω]]<br />a [[vessel]] for [[washing]] the feet in, a footpan, Hdt. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:35, 2 October 2022
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, (νίζω)
A vessel for washing the feet in, footpan, Stesich.30 (v. infr.), Hdt.2.172, Amips.2, Diocl.Com.1, IG12.313.137, 22.1425.393, 11(2).161B127 (Delos, iii B.C.), CIG3071.8(Teos, ii B.C.), Plu.2.151d, etc.: ποδονιπτήρ, ποδόνιπτρον is a later form, Ath.4.168f, Stesich.l.c.(codd.Ath.10.451d).
German (Pape)
[Seite 642] ῆρος, ὁ, Gefäß, Wanne, die Füße darin zu waschen, Fußbecken, Her. 2, 172, Arist. Pol. 1, 12. Später auch ποδονιπτήρ. S. Inscr. 3071.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
bassin pour les pieds.
Étymologie: πούς, νίπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποδανιπτήρ -ῆρος, ὁ [πούς, νίπτω] wasbak voor voeten.
Russian (Dvoretsky)
ποδᾰνιπτήρ: ῆρος ὁ таз для омовения ног, ножная ванночка Her.
Greek Monolingual
και ποδονιπτήρ, -ῆρος, ὁ, Α
λεκάνη για το πλύσιμο τών ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -νιπτήρ (< νίζω / νίπτω). Ο τ. ποδανιπτήρ κατά το ποδάνιπτρον, ενώ ο τ. ποδονιπτήρ είναι μτγν.].
Greek Monotonic
ποδᾰνιπτήρ: -ῆρος, ὁ (νίζω), αγγείο, δοχείο για το πλύσιμο των ποδιών, νιπτήρας για τα πόδια, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
ποδᾰνιπτήρ: ῆρος, ὁ, (νίζω) ἀγγεῖον πρὸς νίψιν τῶν ποδῶν, νιπτὴρ τῶν ποδῶν, Στησίχ. 31, Ἡρόδ. 2. 172, Ἀμειψίας ἐν «Ἀποκοτταβίζουσιν» 2, κτλ.· ― ὁ τύπος ποδαν- βεβαιοῦται ἐκ τῆς Συλλ. Ἐπιγρ. 3071· ποδονιπτήρ, ποδόνιπτρον εἶναι τύποι μεταγεν. καὶ ἀδόκιμοι παρ’ Ἀθην. 168F, 451D, Πλούτ. 2. 151Ε, κτλ., ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 689.
Middle Liddell
ποδᾰ-ϝιπτήρ, ῆρος, ὁ, νίζω
a vessel for washing the feet in, a footpan, Hdt.