πολυσινής: Difference between revisions

From LSJ

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />très malfaisant, très nuisible.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σίνομαι]].
|btext=ής, ές :<br />très malfaisant, très nuisible.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σίνομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολυσινής -ές [πολύς, σίνομαι] zeer schadelijk.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυσῑνής:''' [[зловредный]] (μυχοῦ [[ἄφερκτος]] πολυσινοῦς κυνὸς δίκαν Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 10: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολῠσῐνής:''' -ές ([[σίνομαι]]), [[πολύ]] [[βλαβερός]], [[ολέθριος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πολῠσῐνής:''' -ές ([[σίνομαι]]), [[πολύ]] [[βλαβερός]], [[ολέθριος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυσινής -ές [πολύς, σίνομαι] zeer schadelijk.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυσῑνής:''' [[зловредный]] (μυχοῦ [[ἄφερκτος]] πολυσινοῦς κυνὸς δίκαν Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολῠ-σῐνής, ές [[σίνομαι]]<br />[[very]] [[hurtful]], [[baneful]], Aesch.
|mdlsjtxt=πολῠ-σῐνής, ές [[σίνομαι]]<br />[[very]] [[hurtful]], [[baneful]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 23:50, 2 October 2022

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très malfaisant, très nuisible.
Étymologie: πολύς, σίνομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυσινής -ές [πολύς, σίνομαι] zeer schadelijk.

Russian (Dvoretsky)

πολυσῑνής: зловредный (μυχοῦ ἄφερκτος πολυσινοῦς κυνὸς δίκαν Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

πολῠσῐνής: -ές, (σίνομαι) λίαν βλαβερός, ὀλέθριος, κύων Αἰσχύλ. Χο. 446.

Greek Monolingual

και επικ. τ. πουλυσινής, -ές, Α
πολύ βλαβερός, ολέθριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σινής (< σίνος «βλάβη, φθορά»), πρβλ. επι-σινής].

Greek Monotonic

πολῠσῐνής: -ές (σίνομαι), πολύ βλαβερός, ολέθριος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

πολῠ-σῐνής, ές σίνομαι
very hurtful, baneful, Aesch.