πολυηχής: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> aux sons variés;<br /><b>2</b> très sonore, retentissant.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἦχος]]. | |btext=ής, ές :<br /><b>1</b> aux sons variés;<br /><b>2</b> très sonore, retentissant.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἦχος]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πολυηχής -ές [πολύς, ἦχος] klankrijk:. χέει πολυηχέα φωνήν (de vogel) laat een klankrijke stem horen Od. 19.521. luid:. ἐν αἰγιαλῷ πολυηχέι op een kust met dreunende branding Il. 4.422. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολυηχής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[многозвучный]], [[переливчатый]] ([[φωνή]], sc. ἀηδόνος Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[многошумный]], [[шумящий]] (прибоем) ([[αἰγιαλός]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[многоголосый]] (φωνὴ τραγικοῦ χοροῦ Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολυηχής:''' -ές ([[ἦχος]]), [[πολυτονικός]], που έχει πολλούς ήχους, λέγεται για τη [[φωνή]] του αηδονιού, σε Ομήρ. Οδ.· αυτός που ηχεί [[πολύ]] ή [[δυνατά]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''πολυηχής:''' -ές ([[ἦχος]]), [[πολυτονικός]], που έχει πολλούς ήχους, λέγεται για τη [[φωνή]] του αηδονιού, σε Ομήρ. Οδ.· αυτός που ηχεί [[πολύ]] ή [[δυνατά]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πολυ-ηχής, ές [[ἦχος]]<br />[[many]]-toned, of the [[nightingale]]'s [[voice]], Od.: [[much]] or [[loud]] [[sounding]], Il. | |mdlsjtxt=πολυ-ηχής, ές [[ἦχος]]<br />[[many]]-toned, of the [[nightingale]]'s [[voice]], Od.: [[much]] or [[loud]] [[sounding]], Il. | ||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, (ἦχος) many-toned, of the nightingale's voice, Od. 19.521; χοροῦ π. φωνή AP9.504; much or loud-sounding, αἰγιαλός Il.4.422; ἄνεμος, πέτραι, A.R.4.609,963.
German (Pape)
[Seite 663] ές, vieltönig; φωνή, von der klangreichen Stimme der Nachtigall, Od. 19, 521; αἰγιαλός, laut wiederhallend, von der Brandung, Il. 4, 422; φωνὴ τραγικοῦ χοροῦ, Ep. ad. (XI, 504); Qu. Sm. 1, 294 u. a. sp. D.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 aux sons variés;
2 très sonore, retentissant.
Étymologie: πολύς, ἦχος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυηχής -ές [πολύς, ἦχος] klankrijk:. χέει πολυηχέα φωνήν (de vogel) laat een klankrijke stem horen Od. 19.521. luid:. ἐν αἰγιαλῷ πολυηχέι op een kust met dreunende branding Il. 4.422.
Russian (Dvoretsky)
πολυηχής:
1) многозвучный, переливчатый (φωνή, sc. ἀηδόνος Hom.);
2) многошумный, шумящий (прибоем) (αἰγιαλός Hom.);
3) многоголосый (φωνὴ τραγικοῦ χοροῦ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
πολυηχής: -ές, (ἦχος) ἐπὶ τῆς φωνῆς τῆς ἀηδόνος, ἡ μετὰ ποικίλων τόνων ἠχοῦσα, πολυηχέα φωνήν, «πολλὰς μεταβολὰς ποιουμένην» (Σχόλ.), Ὀδ. Τ. 521· ὁ πολὺ ἢ μεγάλως ἠχῶν, αἰγιαλὸς Ἰλ. δ. 422.
English (Autenrieth)
ές: many-toned, nightingale, Od. 19.521; echoing, resounding, Il. 4.422.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
1. αυτός που παράγει δυνατό ήχο («πολυηχέες πέτραι», Απολλ. Ρόδ.)
2. αυτός που παράγει ποικιλία ήχων, πολύφωνος («χοροῦ πολυηχὴς φωνή», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
1. (για άνεμο) θορυβώδης
2. (για τραγούδι αηδονιού) αυτός που έχει ποικιλία ήχων, πολλούς κυματισμούς («ἥ τε [ἀηδὼν] θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυήχεα φωνήν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ηχής (< ἠχή «ήχος, θόρυβος»), πρβλ. υψ-ηχής].
Greek Monotonic
πολυηχής: -ές (ἦχος), πολυτονικός, που έχει πολλούς ήχους, λέγεται για τη φωνή του αηδονιού, σε Ομήρ. Οδ.· αυτός που ηχεί πολύ ή δυνατά, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
πολυ-ηχής, ές ἦχος
many-toned, of the nightingale's voice, Od.: much or loud sounding, Il.