πρόσκοπος: Difference between revisions
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ος, ον :<br />qui observe en avant ; ὁ [[πρόσκοπος]], avant-poste, vedette ; [[οἱ]] πρόσκοποι les éclaireurs.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[σκοπός]]. | |btext=ος, ον :<br />qui observe en avant ; ὁ [[πρόσκοπος]], avant-poste, vedette ; [[οἱ]] πρόσκοποι les éclaireurs.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[σκοπός]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πρό-σκοπος -ον [πρό, σκοπός] vooruitziend; subst. οἱ πρόσκοποι verkenners. Xen. Cyr. 5.2.6. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρόσκοπος:''' <b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[дозорный]], [[часовой на боевом посту]] Xen.;<br /><b class="num">2)</b> [[разведчик]] Xen.<br />предусмотрительный, осмотрительный, осторожный Pind. | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
Line 31: | Line 34: | ||
|lsmtext='''πρόσκοπος:''' -ον, αυτός που εξετάζει εκ των προτέρων· ως ουσ., προπορευόμενος, [[κατάσκοπος]], [[ανιχνευτής]], σε Ξεν.· στον πληθ., αναγνωριστικό [[σώμα]] στρατού, στον ίδ. | |lsmtext='''πρόσκοπος:''' -ον, αυτός που εξετάζει εκ των προτέρων· ως ουσ., προπορευόμενος, [[κατάσκοπος]], [[ανιχνευτής]], σε Ξεν.· στον πληθ., αναγνωριστικό [[σώμα]] στρατού, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πρόσκοπος''': -ον, ὁ προσκοπῶν, ὁ προβλέπων, [[προνοητής]], Πινδ. Ἀποσπ. 255˙ (περὶ τοῦ Αἰσχύλ. Εὐμ. 105, [[μοῖρα]] [[πρόσκοπος]] τοῦ κώδικος, ἴδε [[ἀπρόσκοπος]]). ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ προπορευόμενος πρὸς κατόπτευσιν, Ξεν. Λακ. 12. 6˙ καὶ ἐν τῷ πληθ., [[σῶμα]] προπορευόμενον πρὸς κατόπτευσιν, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 5. 2, 6, Δίων Κ. 40. 10, κτλ. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «προσκόπων˙ προφυλάκων». | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 22:00, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, A foreseeing, sagacious, σύνεσις Pi.Fr.231 (for A.Eu. 105, v. ἀπρόσκοπος). II as substantive, outpost, vedette, X.Lac.12.6: pl., reconnoitring party, Id.Cyr.5.2.6, D.C.40.10, etc.
German (Pape)
[Seite 770] vorschauend, vorsichtig; ἐν ἡμέρᾳ δὲ μοῖρα πρόσκοπος βροτῶν, Aesch. Eum. 105; σύνεσις, Schol. Pind. N. 7, 87. Als subst. der Kundschafter, Xen. Cyr. 5, 2, 6, auch der Vorposten vor dem Lager, Lac. 12, 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui observe en avant ; ὁ πρόσκοπος, avant-poste, vedette ; οἱ πρόσκοποι les éclaireurs.
Étymologie: πρό, σκοπός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρό-σκοπος -ον [πρό, σκοπός] vooruitziend; subst. οἱ πρόσκοποι verkenners. Xen. Cyr. 5.2.6.
Russian (Dvoretsky)
πρόσκοπος: II ὁ
1) дозорный, часовой на боевом посту Xen.;
2) разведчик Xen.
предусмотрительный, осмотрительный, осторожный Pind.
English (Slater)
πρόσκοπος, -ον foreseeing τόλμα τέ μιν ζαμενὴς καὶ σύνεσις πρόσκοπος ἐσάωσεν fr. 231.
Spanish
Greek Monolingual
-ον / πρόσκοπος, -ον, ΝΑ, θηλ. και -ίνα Ν
1. αυτός που προπορεύεται και παρατηρεί, ο προπορευόμενος για κατόπτευση
2. το αρσ. ως ουσ. ο πρόσκοπος
ο ανιχνευτής
νεοελλ.
1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο πρόσκοπος και η προσκοπίνα
κάθε νεός ή νέα που ανήκει στην οργάνωση του προσκοπισμού
2. φρ. «πρόσκοπο πλοίο» ή απλώς «πρόσκοπος»
ναυτ. ελαφρό πολεμικό πλοίο το οποίο εκτελεί αποστολή ανίχνευσης, περιπολίας ή μεταφοράς μηνυμάτων
αρχ.
αυτός που προβλέπει, προνοητικός («πρόσκοπος σύνεσις», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -σκοπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. κατά-σκοπος].
Greek Monotonic
πρόσκοπος: -ον, αυτός που εξετάζει εκ των προτέρων· ως ουσ., προπορευόμενος, κατάσκοπος, ανιχνευτής, σε Ξεν.· στον πληθ., αναγνωριστικό σώμα στρατού, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσκοπος: -ον, ὁ προσκοπῶν, ὁ προβλέπων, προνοητής, Πινδ. Ἀποσπ. 255˙ (περὶ τοῦ Αἰσχύλ. Εὐμ. 105, μοῖρα πρόσκοπος τοῦ κώδικος, ἴδε ἀπρόσκοπος). ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ προπορευόμενος πρὸς κατόπτευσιν, Ξεν. Λακ. 12. 6˙ καὶ ἐν τῷ πληθ., σῶμα προπορευόμενον πρὸς κατόπτευσιν, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 5. 2, 6, Δίων Κ. 40. 10, κτλ. ― Κατὰ Σουΐδ.: «προσκόπων˙ προφυλάκων».
Middle Liddell
πρό-σκοπος, ον,
seeing beforehand: as substantive an outpost, vidette, Xen.; in plural a reconnoitring party, Xen.