πόλισμα: Difference between revisions
Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> ville;<br /><b>2</b> réunion des citoyens, cité.<br />'''Étymologie:''' [[πολίζω]]. | |btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> ville;<br /><b>2</b> réunion des citoyens, cité.<br />'''Étymologie:''' [[πολίζω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πόλισμα -ατος, τό [πολίζω] [[stad]]; [[burgerij]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πόλισμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[город]] (γῆς Ἀσιάδος πολίσματα Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[гражданская община]], [[граждане]] Her., Soph., Eur., Thuc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πόλισμα:''' τό ([[πολίζω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[πολιτεία]], πόλη, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> [[κοινότητα]], [[δήμος]], σε Σοφ. | |lsmtext='''πόλισμα:''' τό ([[πολίζω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[πολιτεία]], πόλη, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> [[κοινότητα]], [[δήμος]], σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 23:55, 2 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, buildings of a city, town, sometimes = πόλις, sometimes difft. from it; of Ecbatana, Hdt.1.98; π. Πελασγικά ib.57, cf. 6.6; of Thebes, A.Th.63, al.; of Troy, S.Ph.1424; of Athens, Id.OC1496 (lyr.), cf. Ar.Av.553, 1565; ὦ π. Κεκροπίας χθονός Men.Sam.110: pl., Call.Aet. Oxy.2080.90: in Prose, Th.1.10, 4.54; of the Acropolis, Dicaearch. Hist.72; = municipium, Gloss.
German (Pape)
[Seite 656] τό, die erbau'te Stadt, die Stadt, wie πόλις; Aesch. Spt. 63. 113; ὦ γῆς ἁπάσης Ἀσιάδος πολίσματα, Pers. 245; τὸ Τρωϊκὸν πόλισμα, Soph. Phil. 1410; auch die Bürger, wie πόλις, ὁ γὰρ ξένος σὲ καὶ πόλισμα καὶ φίλους ἐπαξιοῖ δικαίαν χάριν παρασχεῖν, O. C. 1492; Eur.; Ar. Av. 553. 1565; u. in Prosa, Her. 1, 57. 98 u. sonst, Thuc. 1, 10 u. öfter, u. Folgde. Auch eine ganze angebau'te, bewohnte Landschaft.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 ville;
2 réunion des citoyens, cité.
Étymologie: πολίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πόλισμα -ατος, τό [πολίζω] stad; burgerij.
Russian (Dvoretsky)
πόλισμα: ατος τό
1) город (γῆς Ἀσιάδος πολίσματα Aesch.);
2) гражданская община, граждане Her., Soph., Eur., Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
πόλισμα: τό, (πολίζω) αἱ οἰκοδομαὶ πόλεώς τινος, πόλις, (Λατ. urbs κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ civitas), ἐνίοτε = πόλις, ἄλλοτε δὲ διαφέρει αὐτοῦ, ἐπὶ τῶν Ἐκβατάνων, Ἡρόδ. 1. 98, πρβλ. 57· ἐπὶ τῶν Θηβῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 63, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τῆς Τροίας, Σοφ. Φιλ. 1424· ἐπὶ τῶν Ἀθηνῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ., 1496· ὡσαύτως ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 553, 1565· καὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, Θουκ. 1. 13., 4. 54· ἐπὶ τῆς Ἀκροπόλεως, Δικαίαρχος παρ’ Ἀθην. 594F. ΙΙ. ὁ δῆμος, Σοφ. Ο. Κ. 1496.
Greek Monolingual
το, ΝΑ πολίζω
νεοελλ.
πολίχνη
αρχ.
1. το σύνολο τών οικοδομών μιας πόλης
2. πόλη
3. η ακρόπολη τών Αθηνών.
Greek Monotonic
πόλισμα: τό (πολίζω),
I. πολιτεία, πόλη, σε Ηρόδ., Αττ.
II. κοινότητα, δήμος, σε Σοφ.
Middle Liddell
πόλισμα, ατος, τό, πολίζω
I. a city, town, Hdt., attic
II. the community, Soph.