πτοία: Difference between revisions

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> épouvante, effroi;<br /><b>2</b> transport de passion.<br />'''Étymologie:''' [[πτοέω]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> épouvante, effroi;<br /><b>2</b> transport de passion.<br />'''Étymologie:''' [[πτοέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πτοία -ας, ἡ [πτοέω] vrees.
}}
{{elru
|elrutext='''πτοία:''' ἡ = [[πτόα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 22: Line 28:
|mltxt=και [[πτόα]] και [[πτόη]] και πτοίη, ἡ, Α [[πτοῶ</i> / <i>πτοιῶ]]<br /><b>1.</b> [[πτόηση]], [[μεγάλος]] [[φόβος]], [[τρομάρα]] (α. «[[ἀδιήγητος]] κατεῖχε ταραχὴ καὶ [[πτοία]] τοὺς Ῥωμαίους», <b>Πλούτ.</b><br />β. «θεωροῦν
|mltxt=και [[πτόα]] και [[πτόη]] και πτοίη, ἡ, Α [[πτοῶ</i> / <i>πτοιῶ]]<br /><b>1.</b> [[πτόηση]], [[μεγάλος]] [[φόβος]], [[τρομάρα]] (α. «[[ἀδιήγητος]] κατεῖχε ταραχὴ καὶ [[πτοία]] τοὺς Ῥωμαίους», <b>Πλούτ.</b><br />β. «θεωροῦν
τες οἱ Ῥωμαῖοι τὴν ἐν τοῖς πεζοῖς στρατοπέδοις πτοίαν καὶ δυσελπιστίαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διέγερση]], [[ορμή]] της ψυχής, [[παρόρμηση]] (α. «[[πάθος]] ἐστὶ [[πτοία]] ψυχής», Ζήν.<br />β. «[[πτοία]] περὶ τὰ ἀφροδίσια», Επίκ).
τες οἱ Ῥωμαῖοι τὴν ἐν τοῖς πεζοῖς στρατοπέδοις πτοίαν καὶ δυσελπιστίαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διέγερση]], [[ορμή]] της ψυχής, [[παρόρμηση]] (α. «[[πάθος]] ἐστὶ [[πτοία]] ψυχής», Ζήν.<br />β. «[[πτοία]] περὶ τὰ ἀφροδίσια», Επίκ).
}}
{{elru
|elrutext='''πτοία:''' ἡ = [[πτόα]].
}}
{{elnl
|elnltext=πτοία -ας, ἡ [πτοέω] vrees.
}}
}}

Revision as of 11:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτοίᾱ Medium diacritics: πτοία Low diacritics: πτοία Capitals: ΠΤΟΙΑ
Transliteration A: ptoía Transliteration B: ptoia Transliteration C: ptoia Beta Code: ptoi/a

English (LSJ)

Ep. πτοίη Opp.H.3.431, Nic.Al.212: rarely πτόα, EM 695.1, v.l. in Ph.1.531; and πτόη, LXX 1 Ma.3.25, 3 Ma.6.17: ἡ: (πτοέω):—A terror, fright, Onos.6.5; παραχὴ καὶ π. Plu.Fab.11, cf. Ph.2.204, al.; ἀμυδραὶ καὶ φαντασιώδεις π. Philostr.VA7.14, cf. Plb. 1.39.14, 1.68.6. II excitement, πάθος ἐστὶ πτοία ψυχῆς Zeno Stoic. 1.51, cf. Chrysipp.ib.3.127; π. περὶ τὰ ἀφροδίσια, εἰς ἀφρ., Epicur. Fr.458, Ael.NA10.27; ἡ περὶ φιλοσοφίαν π. Procl.in Alc.p.43C., cf. Plu.2.83d: pl., Ti.Locr.103b.

German (Pape)

[Seite 810] ἡ, = πτόα; καὶ παραφροσύναι, im plur., Tim. Locr. 103 b; Pol. 1, 39, 14 u. öfter; ἐς κραδίην πτοίην βάλε, Nic. Al. 212; εἰς Ἀφροδίσια, Ael. H. A. 10, 27; φόβῳ καὶ πτοίᾳ, Philostr.; ταραχὴ καὶ πτοία κατεῖχε τοὺς Ῥωμαίους, Plut. Fab. 11.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 épouvante, effroi;
2 transport de passion.
Étymologie: πτοέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτοία -ας, ἡ [πτοέω] vrees.

Russian (Dvoretsky)

πτοία: ἡ = πτόα.

Greek (Liddell-Scott)

πτοίᾱ: πτοιᾱλέος, πτοιέω, πτοίησις, πτοιητός, ἴδε ἐν λ. πτο-.

Greek Monolingual

και πτόα και πτόη και πτοίη, ἡ, Α [[πτοῶ / πτοιῶ]]
1. πτόηση, μεγάλος φόβος, τρομάρα (α. «ἀδιήγητος κατεῖχε ταραχὴ καὶ πτοία τοὺς Ῥωμαίους», Πλούτ.
β. «θεωροῦν τες οἱ Ῥωμαῖοι τὴν ἐν τοῖς πεζοῖς στρατοπέδοις πτοίαν καὶ δυσελπιστίαν», Πολ.)
2. διέγερση, ορμή της ψυχής, παρόρμηση (α. «πάθος ἐστὶ πτοία ψυχής», Ζήν.
β. «πτοία περὶ τὰ ἀφροδίσια», Επίκ).