σηρικός: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ή, όν :<br />de soie.<br />'''Étymologie:''' [[σήρ]]. | |btext=ή, όν :<br />de soie.<br />'''Étymologie:''' [[σήρ]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σηρικός, ook σιρικός -ή -όν [Σήρ] zijden, van zijde. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σηρικός:''' [[шелковый]] ([[ἐσθής]] Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''σηρῐκός:''' -ή, -όν ([[Σήρ]]), [[σηρικός]] (ο προερχόμενος από τους [[Σήρες]]), δηλ. ο [[μεταξωτός]], σε Λουκ.· ως ουσ. σηρικόν ή [[σιρικόν]], <i>τό</i>, μεταξωτό [[ένδυμα]], [[μετάξι]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''σηρῐκός:''' -ή, -όν ([[Σήρ]]), [[σηρικός]] (ο προερχόμενος από τους [[Σήρες]]), δηλ. ο [[μεταξωτός]], σε Λουκ.· ως ουσ. σηρικόν ή [[σιρικόν]], <i>τό</i>, μεταξωτό [[ένδυμα]], [[μετάξι]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σηρῐκός''': -ή, -όν, (Σὴρ) μετάξινος, ἐκ μετάξης (ἴδε ἐν λ. [[βύσσος]]), ἐσθὴς Λουκ. π. Ὀρχ. 63· σκευὴ Δίων Κ. 59.26· [[νῆμα]] Ἡλιόδ. 2. 31· τὰ σ. τῶν ὑφασμάτων Πλούτ. 2.396Β· - ὡς οὐσιαστ., σηρικόν (διάφορ. γραφ. σηρικόν), τό, μεταξίνη [[ἐσθής]], [[μέταξα]], Ἀποκάλ. ιη΄, 12, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλλάσσ. 49· ἐν τῷ πληθ., Στράβ. 693. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 22:08, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, (Σήρ) A Seric, silken, ἐσθής Luc.Salt.63; παραπετάσματα, σκευή, D.C.43.24, 59.26; νῆμα Gal.10.942 (pl.), Hld.2.31; τὰ σ. τῶν ὑφασμάτων Plu.2.396b; written σειρικός, Gal.5.46:—as substantive, σηρικόν, τό, silken robe, silk, Apoc.18.12 (v.l. σιρικόν), Peripl.M. Rubr.49; in plural, Nearch. ap. Str.15.1.20. 2 σηρικά, τά, jujubes, Gal.6.614, Paul.Aeg.1.81. 3 σηρικόν (fort. συρικόν), τό, a red pigment, Olymp.Alch.p.76 B., Zos.Alch. p.248 B.; Syricum pigmentum, quod Syrii Phoenices in Rubri maris litoribus colligunt, Isid.Etym.19.17.6 (where it is distinguished from Sericum).
German (Pape)
[Seite 876] eigtl. scrisch, gew. seiden, von Seide, Plut. Pyth. or. 4 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de soie.
Étymologie: σήρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σηρικός, ook σιρικός -ή -όν [Σήρ] zijden, van zijde.
Russian (Dvoretsky)
σηρικός: шелковый (ἐσθής Luc.).
English (Strong)
from Ser (an Indian tribe from whom silk was procured; hence the name of the silk-worm); Seric, i.e. silken (neuter as noun, a silky fabric): silk.
Greek Monolingual
και σειρικός, -ή, όν, ΜΑ [[σήρ, σηρός]] κατασκευασμένος από μετάξι, μεταξωτός, μετάξινος, μεταξένιος
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τo σηρικόν
α) μεταξωτό ένδυμα
β) το κόκκινο χρώμα
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ σηρικά
τά τζίτζιφα.
Greek Monotonic
σηρῐκός: -ή, -όν (Σήρ), σηρικός (ο προερχόμενος από τους Σήρες), δηλ. ο μεταξωτός, σε Λουκ.· ως ουσ. σηρικόν ή σιρικόν, τό, μεταξωτό ένδυμα, μετάξι, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
σηρῐκός: -ή, -όν, (Σὴρ) μετάξινος, ἐκ μετάξης (ἴδε ἐν λ. βύσσος), ἐσθὴς Λουκ. π. Ὀρχ. 63· σκευὴ Δίων Κ. 59.26· νῆμα Ἡλιόδ. 2. 31· τὰ σ. τῶν ὑφασμάτων Πλούτ. 2.396Β· - ὡς οὐσιαστ., σηρικόν (διάφορ. γραφ. σηρικόν), τό, μεταξίνη ἐσθής, μέταξα, Ἀποκάλ. ιη΄, 12, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλλάσσ. 49· ἐν τῷ πληθ., Στράβ. 693.
Middle Liddell
σηρῐκός, ή, όν [Σήρ]
Seric, silken, Luc.:—Subst., σηρικόν, or σιρικόν, οῦ, a silken robe, silk, NTest.
Chinese
原文音譯:shrikÒj 些里可士
詞類次數:形,名(1)
原文字根:絲
字義溯源:絲的,絲綢,絲製的,綢子;源自(σήπω)X*=絲)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 絲綢(1) 啓18:12