σιτολόγος: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />collecteur de blé.<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]], [[λέγω]]². | |btext=ου (ὁ) :<br />[[collecteur de blé]].<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]], [[λέγω]]². | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:40, 8 January 2023
English (LSJ)
(parox.), ὁ, collector of corn, keeper of the public granary, PHib.1.42.4 (iii B.C.), Sammelb.4512.12 (ii B.C.), Ostr.295, PAmh.2.59 (ii B.C.), PTeb.123.5 (i B.C.), etc.
German (Pape)
[Seite 885] Getreide od. übh. Fourage lesend, sammelnd, herbeischaffend, fouragirend, Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
collecteur de blé.
Étymologie: σῖτος, λέγω².
Greek (Liddell-Scott)
σῑτολόγος: ὁ, (λέγω) ὁ συλλέγων σῖτον ἢ ζωοτροφίας, Ἐπιγραφ. Αἰγ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 486b. A, πρβλ. σιταγέρτης.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
στρατιώτης που μετείχε σε ομάδα συγκέντρωσης σιτηρών και άλλων τροφίμων, με διαρπαγή, σε ξένη χώρα
αρχ.
ο φύλακας δημόσιας σιταποθήκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -λόγος].
Greek Monotonic
σιτολόγος: ὁ (λέγω), αυτός που συλλέγει δημητριακά ή ζωοτροφές με επιδρομές.