σπυράς: Difference between revisions
Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=άδος (ἡ) :<br />crotte de chèvre <i>ou</i> de brebis.<br />'''Étymologie:''' DELG [[σπαίρω]]. | |btext=άδος (ἡ) :<br />crotte de chèvre <i>ou</i> de brebis.<br />'''Étymologie:''' DELG [[σπαίρω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σπυράς zie σφυράς. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 25: | ||
|lsmtext='''σπῠράς:''' Αττ. [[σφυράς]], <i>-[[άδος]]</i>, <i>ἡ</i>, [[σβώλος]] κοπριάς, όπως αυτής των προβάτων και των κατσικιών· πληθ., [[κοπριά]], [[καβαλίνα]] προβάτου ή κατσίκας, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''σπῠράς:''' Αττ. [[σφυράς]], <i>-[[άδος]]</i>, <i>ἡ</i>, [[σβώλος]] κοπριάς, όπως αυτής των προβάτων και των κατσικιών· πληθ., [[κοπριά]], [[καβαλίνα]] προβάτου ή κατσίκας, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σπῠράς''': Ἀττ. [[σφυράς]], -άδος, ἡ, [[σφαιρίδιον]] κόπρου, ὡς [[εἶναι]] ἡ [[κόπρος]] τῶν προβάτων καὶ αἰγῶν, «κακαράντζα», [[ὅθεν]] ἐν τῷ πληθ., σφυράδων ἀποκνίσματα, ἀποξύσματα ἐκ κόπρου προβάτων ἢ αἰγῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 790, [[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ. καὶ πρβλ. Ἡσύχ.˙ μεταφορ., [[καταπότιον]] ίατρικόν, [[τρεῖς]] σπυράδας Ἱππ. 657. 24. - Πρβλ. [[σπύραθος]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=σπῠράς, αττιξ [[σφυράς]], άδος,<br />a [[ball]] of [[dung]], as that of [[sheep]] or goats: pl. sheeps' or goats' [[dung]], Ar. | |mdlsjtxt=σπῠράς, αττιξ [[σφυράς]], άδος,<br />a [[ball]] of [[dung]], as that of [[sheep]] or goats: pl. sheeps' or goats' [[dung]], Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:05, 6 October 2022
English (LSJ)
Att. σφῠράς, άδος, ἡ, A ball of dung, such as that of sheep or goats: hence in plural, σφυράδων ἀποκνίσματα scraps of sheep's or goats' dung, Ar.Pax790, cf. Sch., Hsch.s.v. σφυράδες. 2 Medic., pill, τρεῖς σπυράδας Hp.Mul.2.147.—Cf. σπύραθος.
German (Pape)
[Seite 926] άδος, ἡ, = σπύραθος, Hippocr., vgl. σφυράς.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
crotte de chèvre ou de brebis.
Étymologie: DELG σπαίρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπυράς zie σφυράς.
Greek Monolingual
και αττ. τ. σφυράς, -άδος, ἡ, Α
1. κομμάτι από κοπριά αιγοπροβάτων
2. χάπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. σπύραθος.
Greek Monotonic
σπῠράς: Αττ. σφυράς, -άδος, ἡ, σβώλος κοπριάς, όπως αυτής των προβάτων και των κατσικιών· πληθ., κοπριά, καβαλίνα προβάτου ή κατσίκας, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
σπῠράς: Ἀττ. σφυράς, -άδος, ἡ, σφαιρίδιον κόπρου, ὡς εἶναι ἡ κόπρος τῶν προβάτων καὶ αἰγῶν, «κακαράντζα», ὅθεν ἐν τῷ πληθ., σφυράδων ἀποκνίσματα, ἀποξύσματα ἐκ κόπρου προβάτων ἢ αἰγῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 790, ἔνθα ἴδε Σχόλ. καὶ πρβλ. Ἡσύχ.˙ μεταφορ., καταπότιον ίατρικόν, τρεῖς σπυράδας Ἱππ. 657. 24. - Πρβλ. σπύραθος.
Middle Liddell
σπῠράς, αττιξ σφυράς, άδος,
a ball of dung, as that of sheep or goats: pl. sheeps' or goats' dung, Ar.