στόλισμα: Difference between revisions
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ατος (τό) :<br />vêtement.<br />'''Étymologie:''' [[στολίζω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />vêtement.<br />'''Étymologie:''' [[στολίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=στόλισμα -ατος, τό [στολίζω] uitrusting. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στόλισμα:''' ατος τό снаряжение или одежда Eur. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''στόλισμα:''' -ατος, τό ([[στολίζω]]), [[ένδυμα]], [[χλαίνη]], σε Ευρ. | |lsmtext='''στόλισμα:''' -ατος, τό ([[στολίζω]]), [[ένδυμα]], [[χλαίνη]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''στόλισμα''': τό, [[ἔνδυμα]], μανδύας, Εὐρ. Ἑκ. 1156. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 22:10, 2 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, equipment, garment, E.Hec.1156, Stud.Pal.22.183.45 (ii A.D.), etc., prob. in PTeb.598 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 946] τό, Rüstung, Bekleidung, γυμνόν μ' ἔθηκαν διπτύχου στολίσματος Eur. Hec. 1156.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
vêtement.
Étymologie: στολίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στόλισμα -ατος, τό [στολίζω] uitrusting.
Russian (Dvoretsky)
στόλισμα: ατος τό снаряжение или одежда Eur.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ στολίζω
νεοελλ.
1. η ενέργεια του στολίζω, διακόσμηση, καλλωπισμός (α. «το στόλισμα της νύφης» β. «το στόλισμα του Επιταφίου»)
2. (κυριολ. και μτφ.) κόσμημα, στολίδι («είναι το στόλισμα του σπιτιού»)
μσν.-αρχ.
ενδυμασία, φόρεμα.
Greek Monotonic
στόλισμα: -ατος, τό (στολίζω), ένδυμα, χλαίνη, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
στόλισμα: τό, ἔνδυμα, μανδύας, Εὐρ. Ἑκ. 1156.
Middle Liddell
στόλισμα, ατος, τό, στολίζω
a garment, mantle, Eur.