σκινδαλαμοφράστης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui ne dit que des subtilités.<br />'''Étymologie:''' [[σκινδάλαμος]], [[φράζω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui ne dit que des subtilités.<br />'''Étymologie:''' [[σκινδάλαμος]], [[φράζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''σκινδᾰλᾰμοφράστης:''' ου ὁ предающийся словесным хитросплетениям Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκινδᾰλᾰμοφράστης:''' -ου, ὁ, [[λεπτολόγος]], αυτός που «διυλίζει τον κώνωπα», [[σχολαστικός]], [[φλύαρος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''σκινδᾰλᾰμοφράστης:''' -ου, ὁ, [[λεπτολόγος]], αυτός που «διυλίζει τον κώνωπα», [[σχολαστικός]], [[φλύαρος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''σκινδᾰλᾰμοφράστης:''' ου ὁ предающийся словесным хитросплетениям Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σκινδᾰλᾰμο-[[φράστης]], ου, ὁ,<br />a [[straw]]-splitter, Anth.
|mdlsjtxt=σκινδᾰλᾰμο-[[φράστης]], ου, ὁ,<br />a [[straw]]-splitter, Anth.
}}
}}

Revision as of 15:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκινδᾰλᾰμοφράστης Medium diacritics: σκινδαλαμοφράστης Low diacritics: σκινδαλαμοφράστης Capitals: ΣΚΙΝΔΑΛΑΜΟΦΡΑΣΤΗΣ
Transliteration A: skindalamophrástēs Transliteration B: skindalamophrastēs Transliteration C: skindalamofrastis Beta Code: skindalamofra/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, straw-splitter, AP11.354 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 899] ὁ, ein spitzfindiger Schwätzer, Agath. 70 (XI, 354).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui ne dit que des subtilités.
Étymologie: σκινδάλαμος, φράζω.

Russian (Dvoretsky)

σκινδᾰλᾰμοφράστης: ου ὁ предающийся словесным хитросплетениям Anth.

Greek (Liddell-Scott)

σκινδᾰλᾰμοφράστης: -ου, ὁ, ὁ διασχίζων τὰ ἄχυρα, διυλίζων τὸν κώνωπα, λεπτολόγος, σοφιστής, Ἀνθ. Π. 11. 354. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. σχινδαλαμοφράστης.

Greek Monotonic

σκινδᾰλᾰμοφράστης: -ου, ὁ, λεπτολόγος, αυτός που «διυλίζει τον κώνωπα», σχολαστικός, φλύαρος, σε Ανθ.

Middle Liddell

σκινδᾰλᾰμο-φράστης, ου, ὁ,
a straw-splitter, Anth.