συμβόλαιος: Difference between revisions
ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=α, ον :<br />relatif à un contrat.<br />'''Étymologie:''' [[συμβολή]]. | |btext=α, ον :<br />relatif à un contrat.<br />'''Étymologie:''' [[συμβολή]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συμβόλαιος -α -ον, Att. ook ξυμβόλαιος [συμβόλαιον] betrekking hebbend op contracten. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμβόλαιος:''' [[связанный с договорами]] ([[δίκη]] Thuc.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''συμβόλαιος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συμβόλαια ή σε συμβάσεις, σε Θουκ. | |lsmtext='''συμβόλαιος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συμβόλαια ή σε συμβάσεις, σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συμβόλαιος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[συμβόλαιον]], αἱ ξ. δίκαι, παρὰ Θουκ. 1. 77, [[εἶναι]] = τῷ αἱ τῶν συμβολαίων δίκαι (δηλ. δίκαι πρὸς ἐπιβολὴν τῶν ἐκ τῶν συμβολαίων ὑποχρεώσεων) καὶ οὐχὶ τῷ αἱ ἀπὸ τῶν συμβόλων δίκαι, δηλ. δίκαι γινόμεναι [[συμφώνως]] πρὸς τὰς συνθήκας (ἴδε [[σύμβολον]] ΙΙ) κατὰ τὸν Grote H. of. Gr. 6, σ. 57 σημ. Goodwin ἐν Amer J. of Philology, ἀρ. 1· ἀλλ’ ἴδε κατ’ αὐτῶν Jowett εἰς Θουκ. 2, σ. Ixxxv. ― Ἀλλ’ ὁ Κόβητος ἀνελλήνιστον θεωρεῖ τὸν τύπον [[συμβόλαιος]] ἀντὶ τοῦ [[συμβολιμαῖος]], ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 485. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[συμβόλαιος]], η, ον [from [[συμβόλαιον]]<br />of or [[concerning]] contracts, Thuc. | |mdlsjtxt=[[συμβόλαιος]], η, ον [from [[συμβόλαιον]]<br />of or [[concerning]] contracts, Thuc. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 2 October 2022
English (LSJ)
α, ον, of or concerning contracts, αἱ ξ. δίκαι Th.1.77 (Hsch. has both ξυμβολιμαίας δίκας and συμβολαίας δίκας); otherwise expld. as δίκαι αἱ ἀπὸ συμβόλων, cf. σύμβολον ΙΙ.
German (Pape)
[Seite 979] zum Contracte gehörig, darauf Bezug habend, ξυμβόλαιαι δίκαι, Thuc. 1, 77.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
relatif à un contrat.
Étymologie: συμβολή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμβόλαιος -α -ον, Att. ook ξυμβόλαιος [συμβόλαιον] betrekking hebbend op contracten.
Russian (Dvoretsky)
συμβόλαιος: связанный с договорами (δίκη Thuc.).
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συμβόλαιο, σε γραπτή συμφωνία για αναγνώριση οφειλής ή δανείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβολος, -ον + κατάλ. -αιος (πρβλ. προβόλ-αιος: πρόβολος)].
Greek Monotonic
συμβόλαιος: -α, -ον, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συμβόλαια ή σε συμβάσεις, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
συμβόλαιος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμβόλαιον, αἱ ξ. δίκαι, παρὰ Θουκ. 1. 77, εἶναι = τῷ αἱ τῶν συμβολαίων δίκαι (δηλ. δίκαι πρὸς ἐπιβολὴν τῶν ἐκ τῶν συμβολαίων ὑποχρεώσεων) καὶ οὐχὶ τῷ αἱ ἀπὸ τῶν συμβόλων δίκαι, δηλ. δίκαι γινόμεναι συμφώνως πρὸς τὰς συνθήκας (ἴδε σύμβολον ΙΙ) κατὰ τὸν Grote H. of. Gr. 6, σ. 57 σημ. Goodwin ἐν Amer J. of Philology, ἀρ. 1· ἀλλ’ ἴδε κατ’ αὐτῶν Jowett εἰς Θουκ. 2, σ. Ixxxv. ― Ἀλλ’ ὁ Κόβητος ἀνελλήνιστον θεωρεῖ τὸν τύπον συμβόλαιος ἀντὶ τοῦ συμβολιμαῖος, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 485.
Middle Liddell
συμβόλαιος, η, ον [from συμβόλαιον
of or concerning contracts, Thuc.