συμπαρέπομαι: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=accompagner, escorter.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παρέπομαι]].
|btext=accompagner, escorter.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παρέπομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμπαρέπομαι''': [[παρέπομαι]] [[ὁμοῦ]], Ξεν. Κύρ. Παιδ. 7. 1, 8, κτλ.· μεταφορ., [[ἔπειτα]] δὲ καὶ ἄλλαι τιμαὶ συμπαρείποντο [[αὐτόθι]] 2. 1, 23, Ἱέρ. 8. 5· ὅσοις σ. τις [[χάρις]] Πλάτ. Νόμ. 667Ε· αἱ σ. ὀσμαὶ Ἀριστ. Προβλ. 12. 4.
|elnltext=συμ-παρέπομαι begeleiden, vergezellen, met dat.; overdr.. ὅσοις ( n. ) συμπαρέπεταί τις χάρις alwat vergezeld gaat van een zekere charme Plat. Lg. 667b.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπαρέπομαι:''' [[сопровождать]], [[сопутствовать]] (τινι Xen., Plat.; αἱ συμπαρεπόμεναι ὀσμαί Arst.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συμπαρέπομαι:''' μέλ. <i>-έψομαι</i>, αποθ., [[ακολουθώ]] κάποιον από κοινού με άλλους, [[συνοδεύω]], [[συντροφεύω]], με δοτ., σε Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''συμπαρέπομαι:''' μέλ. <i>-έψομαι</i>, αποθ., [[ακολουθώ]] κάποιον από κοινού με άλλους, [[συνοδεύω]], [[συντροφεύω]], με δοτ., σε Ξεν. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμπαρέπομαι:''' [[сопровождать]], [[сопутствовать]] (τινι Xen., Plat.; αἱ συμπαρεπόμεναι ὀσμαί Arst.).
|lstext='''συμπαρέπομαι''': [[παρέπομαι]] [[ὁμοῦ]], Ξεν. Κύρ. Παιδ. 7. 1, 8, κτλ.· μεταφορ., [[ἔπειτα]] δὲ καὶ ἄλλαι τιμαὶ συμπαρείποντο [[αὐτόθι]] 2. 1, 23, Ἱέρ. 8. ὅσοις σ. τις [[χάρις]] Πλάτ. Νόμ. 667Ε· αἱ σ. ὀσμαὶ Ἀριστ. Προβλ. 12. 4.
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-παρέπομαι begeleiden, vergezellen, met dat.; overdr.. ὅσοις ( n. ) συμπαρέπεταί τις χάρις alwat vergezeld gaat van een zekere charme Plat. Lg. 667b.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -έψομαι<br />Dep. to go [[along]] with, [[accompany]], c. dat., Xen., etc.
|mdlsjtxt=fut. -έψομαι<br />Dep. to go [[along]] with, [[accompany]], c. dat., Xen., etc.
}}
}}

Revision as of 22:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρέπομαι Medium diacritics: συμπαρέπομαι Low diacritics: συμπαρέπομαι Capitals: ΣΥΜΠΑΡΕΠΟΜΑΙ
Transliteration A: symparépomai Transliteration B: symparepomai Transliteration C: symparepomai Beta Code: sumpare/pomai

English (LSJ)

go along with, accompany, X.Cyr.7.1.8, Eq.11.12: metaph., ὅλῃ τῇ ἡμέρῃ Hp. Epid.5.89; τιμαὶ . . ἑκάστοις -είποντο X.Cyr.2.1.23, cf. Hier.8.5, Phld. Oec.p.53J.; ὅσοις σ. τις Χάρις Pl.Lg.667b; αἱ -όμεναι ὀσμαί Arist.Pr. 907a1.

German (Pape)

[Seite 985] (s. ἕπομαι), dep. med., mit daneben gehen, folgen; ὅσοις συμπαρέπεταί τις χάρις, Plat. Legg. II, 667 b, hinzukommen; von Belohnungen, Xen. Cyr. 2, 1, 23 u. Sp., wie D. Cass. 61, 3.

French (Bailly abrégé)

accompagner, escorter.
Étymologie: σύν, παρέπομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-παρέπομαι begeleiden, vergezellen, met dat.; overdr.. ὅσοις ( n. ) συμπαρέπεταί τις χάρις alwat vergezeld gaat van een zekere charme Plat. Lg. 667b.

Russian (Dvoretsky)

συμπαρέπομαι: сопровождать, сопутствовать (τινι Xen., Plat.; αἱ συμπαρεπόμεναι ὀσμαί Arst.).

Greek Monolingual

Α παρέπομαι
ακολουθώ συγχρόνως.

Greek Monotonic

συμπαρέπομαι: μέλ. -έψομαι, αποθ., ακολουθώ κάποιον από κοινού με άλλους, συνοδεύω, συντροφεύω, με δοτ., σε Ξεν. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρέπομαι: παρέπομαι ὁμοῦ, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 7. 1, 8, κτλ.· μεταφορ., ἔπειτα δὲ καὶ ἄλλαι τιμαὶ συμπαρείποντο αὐτόθι 2. 1, 23, Ἱέρ. 8. 5· ὅσοις σ. τις χάρις Πλάτ. Νόμ. 667Ε· αἱ σ. ὀσμαὶ Ἀριστ. Προβλ. 12. 4.

Middle Liddell

fut. -έψομαι
Dep. to go along with, accompany, c. dat., Xen., etc.