συνδαίτωρ: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ορος (ὁ) :<br />commensal, hôte.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[δαίνυμι]].
|btext=ορος (ὁ) :<br />commensal, hôte.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[δαίνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνδαίτωρ''': -ορος, ὁ, σύνδειπος, [[οὐδέ]] τις ἐστὶ [[συνδαίτωρ]] [[μετάκοινος]] Αἰσχύλ. Εὐμενίδ. 351.
|elnltext=συνδαίτωρ -ορος, ὁ [σύν, δαίς] tafelgenoot.
}}
{{elru
|elrutext='''συνδαίτωρ:''' ορος ὁ участник пиршества, сотрапезник Aesch.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συνδαίτωρ:''' -ορος, ὁ, [[ομοτράπεζος]], αυτός που συντροφεύει κάποιον στο [[δείπνο]], που δειπνεί από κοινού, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''συνδαίτωρ:''' -ορος, ὁ, [[ομοτράπεζος]], αυτός που συντροφεύει κάποιον στο [[δείπνο]], που δειπνεί από κοινού, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνδαίτωρ:''' ορος ὁ участник пиршества, сотрапезник Aesch.
|lstext='''συνδαίτωρ''': -ορος, ὁ, σύνδειπος, [[οὐδέ]] τις ἐστὶ [[συνδαίτωρ]] [[μετάκοινος]] Αἰσχύλ. Εὐμενίδ. 351.
}}
{{elnl
|elnltext=συνδαίτωρ -ορος, [σύν, δαίς] tafelgenoot.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συν-δαίτωρ, ορος, ὁ,<br />a [[companion]] at [[table]], Aesch.
|mdlsjtxt=συν-δαίτωρ, ορος, ὁ,<br />a [[companion]] at [[table]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 22:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδαίτωρ Medium diacritics: συνδαίτωρ Low diacritics: συνδαίτωρ Capitals: ΣΥΝΔΑΙΤΩΡ
Transliteration A: syndaítōr Transliteration B: syndaitōr Transliteration C: syndaitor Beta Code: sundai/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ, companion at table, οὐδέ τις ξ. A.Eu. 351 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1006] ορος, ὁ, Mitesser, Tischgenosse, Aesch. Eum. 331.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
commensal, hôte.
Étymologie: σύν, δαίνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνδαίτωρ -ορος, ὁ [σύν, δαίς] tafelgenoot.

Russian (Dvoretsky)

συνδαίτωρ: ορος ὁ участник пиршества, сотрапезник Aesch.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Α
ομοτράπεζος, συνδαιτυμόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -δαίτωρ (< δαίομαι «τρώγω»)].

Greek Monotonic

συνδαίτωρ: -ορος, ὁ, ομοτράπεζος, αυτός που συντροφεύει κάποιον στο δείπνο, που δειπνεί από κοινού, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

συνδαίτωρ: -ορος, ὁ, σύνδειπος, οὐδέ τις ἐστὶ συνδαίτωρ μετάκοινος Αἰσχύλ. Εὐμενίδ. 351.

Middle Liddell

συν-δαίτωρ, ορος, ὁ,
a companion at table, Aesch.