ταπείνωμα: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />position inférieure d'un astre.<br />'''Étymologie:''' [[ταπεινόω]].
|btext=ατος (τό) :<br />position inférieure d'un astre.<br />'''Étymologie:''' [[ταπεινόω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰπείνωμα:''' ατος τό астр. нижнее положение (sc. τοῦ ἀστέρος Plut., Sext.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[ταπεινῶ]], -ώνω<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[ταπεινοφροσύνη]], [[μετριοφροσύνη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[ταπεινώνω]], η [[ελάττωση]] ύψους, το [[χαμήλωμα]]<br /><b>2.</b> <b>αστρολ.</b> [[απόκλιση]] αστέρα, [[κυρίως]], πλανήτη.
|mltxt=το, ΝΜΑ [[ταπεινῶ]], -ώνω<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[ταπεινοφροσύνη]], [[μετριοφροσύνη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[ταπεινώνω]], η [[ελάττωση]] ύψους, το [[χαμήλωμα]]<br /><b>2.</b> <b>αστρολ.</b> [[απόκλιση]] αστέρα, [[κυρίως]], πλανήτη.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰπείνωμα:''' ατος τό астр. нижнее положение (sc. τοῦ ἀστέρος Plut., Sext.).
}}
}}

Revision as of 16:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰπείνωμα Medium diacritics: ταπείνωμα Low diacritics: ταπείνωμα Capitals: ΤΑΠΕΙΝΩΜΑ
Transliteration A: tapeínōma Transliteration B: tapeinōma Transliteration C: tapeinoma Beta Code: tapei/nwma

English (LSJ)

ατος, τό, Astrol., the dejection of a planet (i.e. the sign opposite to that in which it is exalted), opp. ὕψωμα, Plu.2.149a, S.E.M.5.35, Ptol.Tetr.41, PPar.19 bis 19, al. (ii A.D.), PSI4.312.12 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 1069] τό, das Erniedrigte; in der Astronomie sind ταπεινώματα der niedrige Stand der Gestirne, im Ggstz von ὕψωμα; S. Emp. adv. astrol. 35; Cleomed. u. Plut. sept. sap. conv. 3.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
position inférieure d'un astre.
Étymologie: ταπεινόω.

Russian (Dvoretsky)

τᾰπείνωμα: ατος τό астр. нижнее положение (sc. τοῦ ἀστέρος Plut., Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰπείνωμα: τό, τὸ ταπεινωθέν, χαμήλωμα· ― ἐν τῇ ἀστρονομίᾳ, ἡ ἀπόκλισις ἀστέρος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὕψωμα, Πλούτ. 2. 149Α, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 35. ΙΙ. ταπείνωσις, ταπεινοφροσύνη, Εὐστ. Πονημ. 265. 78.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ ταπεινῶ, -ώνω
νεοελλ.-μσν.
ταπεινοφροσύνη, μετριοφροσύνη
μσν.-αρχ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ταπεινώνω, η ελάττωση ύψους, το χαμήλωμα
2. αστρολ. απόκλιση αστέρα, κυρίως, πλανήτη.