τετράπτιλος: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />à quatre ailes.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[πτίλον]]. | |btext=ος, ον :<br />à quatre ailes.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[πτίλον]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τετράπτῐλος:''' [[четырехперый]] Arph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τετράπτῐλος:''' [ᾰ], -ον ([[πτίλον]]), αυτός που έχει [[τέσσερα]] πτερύγια, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''τετράπτῐλος:''' [ᾰ], -ον ([[πτίλον]]), αυτός που έχει [[τέσσερα]] πτερύγια, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 16:05, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, four-winged, Ar.Ach.1082.
German (Pape)
[Seite 1099] mit vier Federn, Ar. Ach. 1046.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à quatre ailes.
Étymologie: τέσσαρες, πτίλον.
Russian (Dvoretsky)
τετράπτῐλος: четырехперый Arph.
Greek (Liddell-Scott)
τετράπτῐλος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας πτέρυγας, βούλει μάχεσθαι Γηρυόνῃ τετραπτίλῳ; Ἀριστοφ. Ἀχ. 1082.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει τέσσερεις φτερούγες, τετράπτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + πτίλον «φτερούγα, πούπουλο»].
Greek Monotonic
τετράπτῐλος: [ᾰ], -ον (πτίλον), αυτός που έχει τέσσερα πτερύγια, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
τετρά-˘πτῐλος, ον, πτίλον
four-winged, Ar.