τροφός: Difference between revisions
τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον → you can't escape your destiny | there is no escaping from destiny | it's impossible to escape from what is destined | it is impossible to escape from what is destined | what is fated is impossible to escape | if you're born to be hanged, then you'll never be drowned | he that is born to be hanged shall never be drowned | if you are born to be hanged then you'll never be drowned | if you're born to be hanged then you'll never be drowned| you can't outrun your fate | you cannot outrun your fate | you can't stop fate | that's the way the cookie crumbles
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=ός, όν :<br />qui nourrit, qui élève ; ἡ [[τροφός]] nourrice.<br />'''Étymologie:''' [[τρέφω]]. | |btext=ός, όν :<br />qui nourrit, qui élève ; ἡ [[τροφός]] nourrice.<br />'''Étymologie:''' [[τρέφω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=τροφός -οῦ, ὁ, ἡ [τρέφω] verzorger, voedster:; βασιλίδος πιστὴ τροφέ trouwe voedster van de koningin Eur. Hipp. 267; overdr.: ὑπὸ χθονὸς τροφοῦ door de voedende aarde Aeschl. Ch. 66; νὺξ... ἄστρων τροφός nacht, voedster van de sterren Eur. El. 54. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τροφός:''' ὁ и ἡ тж. перен. кормилец, кормилица, воспитатель(ница) Hes., Her., Trag., Xen., Plat., Men. etc. | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 37: | Line 40: | ||
|lsmtext='''τροφός:''' ὁ και ἡ ([[τρέφω]]), αυτός που ανατρέφει, [[τροφός]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· μεταφ., λέγεται για πόλη, σε Πίνδ., Αισχύλ. | |lsmtext='''τροφός:''' ὁ και ἡ ([[τρέφω]]), αυτός που ανατρέφει, [[τροφός]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· μεταφ., λέγεται για πόλη, σε Πίνδ., Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''τροφός''': ὁ, καὶ ἡ, ([[τρέφω]]) ὁ τρέφων, ἀνατρέφων, Ὅμ., μόνον ἐν τῇ Ὀδ. καὶ ἀείποτε ὡς θηλ. ἐπὶ τροφοῦ, [[φίλη]] τροφὸς Εὐρύκλεια Β. 361, κ. ἄλλ.· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 2. 156., 61, καὶ συχν. παρ’ Ἀττικ.· ἐπὶ μητρός, Σοφ. Αἴ. 849, Ο. Κ. 760. - Τὸ ἀρσεν. [[κυρίως]] ἦν ἐν χρήσει ἐν τῷ τύπῳ, [[τροφεύς]], Λοβεκ. Παραλ. 316· ἀλλὰ καὶ τροφὸς ὡς ἀρσεν. ἀπαντᾷ ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 45, ἐν Ἠλ. 409, Πλάτ. Πολιτ. 268Α, Β. 2) μεταφορ. ἐπὶ πόλεως, [[Συράκουσαι]], ἀνδρῶν ἵππων τε δαιμόνιαι τροφοὶ Πινδ. Π. 2. 5· γῇ τε μητρί, φιλτάτῃ τροφῷ Αἰσχύλ. Θήβ. 16· αἵμαθ’ ἐκποθένθ’ ὑπὸ χθονὸς τροφοῦ ὁ αὐτ. ἐν Χο. 66, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1092· [[μήτηρ]] ἁπάντων [[γαῖα]] καὶ κοινὴ τρ. Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 617· νὺξ ἄστρων τρ. Εὐρ. Ἠλ. 54· τὴν γεωργίαν τῶν ἄλλων τεχνῶν μητέρα καὶ τρ. Ξενοφ. Οἰκ. 5, 17, πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 267D. 3) ἐν τῷ οὐδετ., τὸ τροφόν, τὸ τρέφον, ἡ [[τροφή]], [[αὐτόθι]] 289Α. ΙΙ. Παθ. «τροφοί· θρέμματα» (ὁ Meineke τροφαί) Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 22:45, 2 October 2022
English (LSJ)
ὁ and ἡ, (τρέφω) A feeder, rearer, Hom. only in Od. and always fem. of a nurse, φίλη τ. Εὐρύκλεια 2.361, al., cf. Hdt.2.156,6.61, LXX Ge.35.8, PCair.Zen.292.157 (iii B. C.), Glotta 16.274 (Egypt), Sor.1.105, al., Gal.6.36, etc.; ἡ τ. βασιλέως Sammelb.4980 (i B. C.); of a mother, S.Aj.849.—The masc. was usually τροφεύς (q.v.); but τροφός as masc. occurs in E.HF45, El.409, Pl.Plt.268a, 268c. 2 metaph., of a city, Συράκοσαι, ἀνδρῶν ἵππων τε δαιμόνιαι τροφοί Pi.P. 2.2; Γῇ τε μητρί, φιλτάτῃ τροφῷ A.Th.16; αἵματ' ἐκποθένθ' ὑπὸ χθονὸς τροφοῦ Id.Ch.66 (lyr.), cf. S.OT1092 (lyr.), OC760; μήτηρ ἁπάντων γαῖα καὶ κοινὴ τ. Men.Mon.617; νὺξ ἄστρων τ. E.El.54; τὴν γεωργίαν τῶν ἄλλων τεχνῶν μητέρα καὶ τ. X.Oec.5.17, cf. Pl.Plt.267d; of Miletus, τ. τοῦ . . Ἀπόλλωνος SIG906A5 (iv A. D.). 3 in neut., τὸ τροφόν = that which nourishes, Pl.Plt.289a. 4 τροφός, ἡ, name of a plaster, Orib.Fr.99. II Pass., nursling, τροφοί· ἀντὶ τοῦ θρέμματα (Meineke τροφαί), Hsch.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui nourrit, qui élève ; ἡ τροφός nourrice.
Étymologie: τρέφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τροφός -οῦ, ὁ, ἡ [τρέφω] verzorger, voedster:; βασιλίδος πιστὴ τροφέ trouwe voedster van de koningin Eur. Hipp. 267; overdr.: ὑπὸ χθονὸς τροφοῦ door de voedende aarde Aeschl. Ch. 66; νὺξ... ἄστρων τροφός nacht, voedster van de sterren Eur. El. 54.
Russian (Dvoretsky)
τροφός: ὁ и ἡ тж. перен. кормилец, кормилица, воспитатель(ница) Hes., Her., Trag., Xen., Plat., Men. etc.
English (Autenrieth)
nurse. (Od.)
English (Slater)
τροφός (ἡ) nurse Ἀρσινόα Κλυταιμήστρας χειρῶν ὕπο κρατερᾶν ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος (P. 11.18) ]τροφος fr. 51f. c. met., ὦ Συράκοσαι, ἀνδρῶν ἵππων τε σιδαροχαρμᾶν δαιμόνιαι τροφοί (P. 2.2) πέραν Ἀ[θόω] Παιόνων αἰχματᾶν[ ]ς ζαθέας τροφοῦ (Pae. 2.63) κατέβαν στεφάνων καὶ θαλιᾶν τροφὸν ἄλσος Ἀπόλλωνος (Pae. 6.14)
Spanish
English (Strong)
from τρέφω; a nourisher, i.e. nurse: nurse.
English (Thayer)
τροφου, ἡ (τρέφω; see τροφή), a nurse: Homer down; for מֵינֶקֶת, Isaiah 49:23.)
Greek Monolingual
η / τροφός, ὁ και ἡ, ΝΜΑ, και τροφόν, τὸ, Α
(κυρίως το θηλ.) αυτή που έχει αναλάβει τον θηλασμό ξένου βρέφους, παραμάννα
αρχ.
1. (κυρίως το θηλ. και σπαν. το αρσ.) αυτός που τρέφει, που ανατρέφει κάποιον
2. (στους Αττικούς συγγραφείς) η μητέρα
3. το θηλ. α) ονομασία εμπλάστρου
β) μτφ. i) η πόλη στην οποία ανατράφηκε κάποιος, η πατρίδα του
ii) (στην ποίηση) αυτή που στηρίζει την ύπαρξη άλλων («τὴν γεωργίαν τῶν ἄλλων τεχνῶν μητέρᾳ καὶ τροφόν», Ξεν.)
4. (το ουδ.) τὸ τροφόν
η τροφή
5. (το αρσ. και θηλ. πληθ.) τροφοί
(κατά τον Ησύχ.) (με παθ. σημ.) «θρέμματα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ-της ρίζας του τρέφω.
Greek Monotonic
τροφός: ὁ και ἡ (τρέφω), αυτός που ανατρέφει, τροφός, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· μεταφ., λέγεται για πόλη, σε Πίνδ., Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
τροφός: ὁ, καὶ ἡ, (τρέφω) ὁ τρέφων, ἀνατρέφων, Ὅμ., μόνον ἐν τῇ Ὀδ. καὶ ἀείποτε ὡς θηλ. ἐπὶ τροφοῦ, φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια Β. 361, κ. ἄλλ.· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 2. 156., 61, καὶ συχν. παρ’ Ἀττικ.· ἐπὶ μητρός, Σοφ. Αἴ. 849, Ο. Κ. 760. - Τὸ ἀρσεν. κυρίως ἦν ἐν χρήσει ἐν τῷ τύπῳ, τροφεύς, Λοβεκ. Παραλ. 316· ἀλλὰ καὶ τροφὸς ὡς ἀρσεν. ἀπαντᾷ ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 45, ἐν Ἠλ. 409, Πλάτ. Πολιτ. 268Α, Β. 2) μεταφορ. ἐπὶ πόλεως, Συράκουσαι, ἀνδρῶν ἵππων τε δαιμόνιαι τροφοὶ Πινδ. Π. 2. 5· γῇ τε μητρί, φιλτάτῃ τροφῷ Αἰσχύλ. Θήβ. 16· αἵμαθ’ ἐκποθένθ’ ὑπὸ χθονὸς τροφοῦ ὁ αὐτ. ἐν Χο. 66, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1092· μήτηρ ἁπάντων γαῖα καὶ κοινὴ τρ. Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 617· νὺξ ἄστρων τρ. Εὐρ. Ἠλ. 54· τὴν γεωργίαν τῶν ἄλλων τεχνῶν μητέρα καὶ τρ. Ξενοφ. Οἰκ. 5, 17, πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 267D. 3) ἐν τῷ οὐδετ., τὸ τροφόν, τὸ τρέφον, ἡ τροφή, αὐτόθι 289Α. ΙΙ. Παθ. «τροφοί· θρέμματα» (ὁ Meineke τροφαί) Ἡσύχ.
Middle Liddell
τροφός, τρέφω
a feeder, rearer, nurse, Od., Hdt., attic: metaph., of a city, Pind., Aesch.
Chinese
原文音譯:trofÒj 特羅賀士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:滋養(者)
字義溯源:撫養者,養育者,餵養者,母親;源自(τρέφω)*=使強而有力,餵養)
出現次數:總共(1);帖前(1)
譯字彙編:
1) 餵養者(1) 帖前2:7