τρισκατάρατος: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ος, ον :<br />trois fois digne d'être maudit.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[κατάρατος]].
|btext=ος, ον :<br />trois fois digne d'être maudit.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[κατάρατος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τρισκᾰτάρᾱτος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, τρὶς κατηραμένος, Δημ. 794. 24· τρισκαταράτων πάντων Ἀρχέστρατος παρ’ Ἀθηναίῳ 311C, κλπ.
|elnltext=τρισ-κατάρατος -ον driewerf vervloekt.
}}
{{elru
|elrutext='''τρισκᾰτάρᾱτος:''' (τᾰ) трижды проклятый, треклятый Dem., Men., Luc.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''τρισκᾰτάρᾱτος:''' -ον, [[τρεῖς]] φορές [[καταραμένος]], σε Δημ.
|lsmtext='''τρισκᾰτάρᾱτος:''' -ον, [[τρεῖς]] φορές [[καταραμένος]], σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τρισκᾰτάρᾱτος:''' (τᾰ) трижды проклятый, треклятый Dem., Men., Luc.
|lstext='''τρισκᾰτάρᾱτος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, τρὶς κατηραμένος, Δημ. 794. 24· τρισκαταράτων πάντων Ἀρχέστρατος παρ’ Ἀθηναίῳ 311C, κλπ.
}}
{{elnl
|elnltext=τρισ-κατάρατος -ον driewerf vervloekt.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρισ-κᾰτάρᾱτος, ον,<br />[[thrice]]-[[accursed]], Dem.
|mdlsjtxt=τρισ-κᾰτάρᾱτος, ον,<br />[[thrice]]-[[accursed]], Dem.
}}
}}

Revision as of 22:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρισκατάρᾱτος Medium diacritics: τρισκατάρατος Low diacritics: τρισκατάρατος Capitals: ΤΡΙΣΚΑΤΑΡΑΤΟΣ
Transliteration A: triskatáratos Transliteration B: triskataratos Transliteration C: triskataratos Beta Code: triskata/ratos

English (LSJ)

[ᾰρ], ον, thrice-accursed, D.25.82, Men.71, Epit.540.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
trois fois digne d'être maudit.
Étymologie: τρίς, κατάρατος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρισ-κατάρατος -ον driewerf vervloekt.

Russian (Dvoretsky)

τρισκᾰτάρᾱτος: (τᾰ) трижды проклятый, треклятый Dem., Men., Luc.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρισκατάρατος, -ον, ΝΜΑ, και τρικατάρατος Α
τρεις φορές καταραμένος, επικατάρατος
νεοελλ.-μσν.
το αρσ. ως ουσ. ο αντίχριστος, ο διάβολος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο τρισκατάρατος
μτφ. άνθρωπος δόλιος, σατανικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ- / τρι- + κατάρατος «μισητός» (< καταρῶμαι), πρβλ. παγκατάρατος.

Greek Monotonic

τρισκᾰτάρᾱτος: -ον, τρεῖς φορές καταραμένος, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

τρισκᾰτάρᾱτος: -ον, ὡς καὶ νῦν, τρὶς κατηραμένος, Δημ. 794. 24· τρισκαταράτων πάντων Ἀρχέστρατος παρ’ Ἀθηναίῳ 311C, κλπ.

Middle Liddell

τρισ-κᾰτάρᾱτος, ον,
thrice-accursed, Dem.