φοινικόπεζα: Difference between revisions
ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br />aux pieds chaussés de pourpre <i>(ép. de Déméter)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]¹, [[πέζα]]. | |btext=ης (ἡ) :<br />aux pieds chaussés de pourpre <i>(ép. de Déméter)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]¹, [[πέζα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φοινῑκόπεζα:''' adj. f с пурпурными ногами ([[Δαμάτηρ]] Pind.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φοινῑκόπεζα:''' ἡ, αυτή που έχει κόκκινα πόδια, επίθ. για τη [[Δήμητρα]]· πιθανόν από το [[χρώμα]] του ώριμου σίτου, του Βιργίλιου rubicunda [[Ceres]], σε Πίνδ. | |lsmtext='''φοινῑκόπεζα:''' ἡ, αυτή που έχει κόκκινα πόδια, επίθ. για τη [[Δήμητρα]]· πιθανόν από το [[χρώμα]] του ώριμου σίτου, του Βιργίλιου rubicunda [[Ceres]], σε Πίνδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=φοινῑκό-πεζα, ἡ,<br />[[ruddy]]-footed, [[epithet]] of [[Demeter]]: prob. from the [[colour]] of [[ripe]] [[corn]], Virgil's rubicunda [[Ceres]], Pind. | |mdlsjtxt=φοινῑκό-πεζα, ἡ,<br />[[ruddy]]-footed, [[epithet]] of [[Demeter]]: prob. from the [[colour]] of [[ripe]] [[corn]], Virgil's rubicunda [[Ceres]], Pind. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:50, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, ruddy-footed, epithet of Demeter; prob. from the colour of ripe corn, Pi.O.6.94; also of Hecate, Id.Pae.2.77.
German (Pape)
[Seite 1296] ἡ, die Purpurfüßige, Beiwort der Demeter, Pind. Ol. 6, 94, s. Böckh explic.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
aux pieds chaussés de pourpre (ép. de Déméter).
Étymologie: φοῖνιξ¹, πέζα.
Russian (Dvoretsky)
φοινῑκόπεζα: adj. f с пурпурными ногами (Δαμάτηρ Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
φοινῑκόπεζα: ἡ, κοκκινόπους, ἐρυθρόπους, ἐπίθετον τῆς Δήμητρος, πιθαν. ἐκ τοῦ πυροῦ χρώματος τοῦ ὡρίμου σίτου, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου rubicunda Ceres, ἐσχηματίσθη κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ Ὁμηρ. ἀργυρόπεζα, Πινδ. Ο. 6. 159, ἔνθα ἴδε Böckh (92).
English (Slater)
φοινῑκόπεζα with red feet of goddesses. φοινικόπεζαν Δάματρα (O. 6.94) φοινικόπεζα παρθένος εὐμενὴς Ἑκάτα (Pae. 2.77)
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ως προσωνυμία της θεάς Δήμητρος) αυτή που έχει πόδια πορφυρού χρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + -πεζα (< πέζα «πόδι»), πρβλ. ἀργυρό-πεζα, κυανό-πεζα].
Greek Monotonic
φοινῑκόπεζα: ἡ, αυτή που έχει κόκκινα πόδια, επίθ. για τη Δήμητρα· πιθανόν από το χρώμα του ώριμου σίτου, του Βιργίλιου rubicunda Ceres, σε Πίνδ.
Middle Liddell
φοινῑκό-πεζα, ἡ,
ruddy-footed, epithet of Demeter: prob. from the colour of ripe corn, Virgil's rubicunda Ceres, Pind.