φραδμοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />prudence, sagesse.<br />'''Étymologie:''' [[φράδμων]].
|btext=ης (ἡ) :<br />prudence, sagesse.<br />'''Étymologie:''' [[φράδμων]].
}}
{{elru
|elrutext='''φραδμοσύνη:''' ἡ [[разумность]], [[тонкий замысел]] HH, Hes.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φραδμοσύνη:''' ἡ, ποιητ. όνομα, [[κατανόηση]], [[εξυπνάδα]], [[δεξιότητα]], σε δοτ. πληθ. <i>φραδμοσύνῃς</i>, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.
|lsmtext='''φραδμοσύνη:''' ἡ, ποιητ. όνομα, [[κατανόηση]], [[εξυπνάδα]], [[δεξιότητα]], σε δοτ. πληθ. <i>φραδμοσύνῃς</i>, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''φραδμοσύνη:''' ἡ [[разумность]], [[тонкий замысел]] HH, Hes.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φραδμοσύνη]], ἡ,<br />poet. Noun, [[understanding]], [[shrewdness]], [[cunning]], in dat. pl. φραδμοσύνῃσιν Hhymn., Hes.
|mdlsjtxt=[[φραδμοσύνη]], ἡ,<br />poet. Noun, [[understanding]], [[shrewdness]], [[cunning]], in dat. pl. φραδμοσύνῃσιν Hhymn., Hes.
}}
}}

Revision as of 16:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρᾰδμοσύνη Medium diacritics: φραδμοσύνη Low diacritics: φραδμοσύνη Capitals: ΦΡΑΔΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: phradmosýnē Transliteration B: phradmosynē Transliteration C: fradmosyni Beta Code: fradmosu/nh

English (LSJ)

ἡ, poet. Noun, shrewdness, cunning, in dat. pl. φραδμοσύνῃς h.Ap.99, Hes.Op.245, Th.626, etc.; dat. sg. φραδμοσύνῃ A.R.2.647; cf. φρασμοσύνη.

German (Pape)

[Seite 1302] ἡ, Verstand, Einsicht, Geschicklichkeit, List; H. h. Apoll. 99; Hes. öfter im plur.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
prudence, sagesse.
Étymologie: φράδμων.

Russian (Dvoretsky)

φραδμοσύνη:разумность, тонкий замысел HH, Hes.

Greek (Liddell-Scott)

φραδμοσύνη: ἡ, ποιητ ὄνομα εὐφυΐα, νόησις, δεξιότης, ἐν τῇ δοτ. πληθ., φραδμοσύνῃσιν Ὑμν Ὁμ εἰς Ἀπόλλ. 99, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 243, Θεογον. 626, κλπ.· ἐν τῷ ἑνικῷ φραδμοσύνῃ, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 647. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φραδμοσύνη· σκέψις, βουλή, νόησις».

Greek Monolingual

και φρασμοσύνη, ἡ, Α φράδμων / φράσμων, -όνος]
ευφυΐα, επιτηδειότητα.

Greek Monotonic

φραδμοσύνη: ἡ, ποιητ. όνομα, κατανόηση, εξυπνάδα, δεξιότητα, σε δοτ. πληθ. φραδμοσύνῃς, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.

Middle Liddell

φραδμοσύνη, ἡ,
poet. Noun, understanding, shrewdness, cunning, in dat. pl. φραδμοσύνῃσιν Hhymn., Hes.