χλοῦνις: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=(ἡ) :<br />fleur de jeunesse, puberté ; <i>p. ext.</i> pubis <i>ou</i> sexe de l'homme.<br />'''Étymologie:''' [[χλούνης]].
|btext=(ἡ) :<br />fleur de jeunesse, puberté ; <i>p. ext.</i> pubis <i>ou</i> sexe de l'homme.<br />'''Étymologie:''' [[χλούνης]].
}}
{{elru
|elrutext='''χλοῦνις:''' εως ἡ предполож. оскопление Aesch.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χλοῦνις:''' ἡ, [[λέξη]] άγνωστης σημασίας (όπως [[χλούνης]]), πιθ. [[φρεσκάδα]], νεανική [[ακμή]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''χλοῦνις:''' ἡ, [[λέξη]] άγνωστης σημασίας (όπως [[χλούνης]]), πιθ. [[φρεσκάδα]], νεανική [[ακμή]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''χλοῦνις:''' εως ἡ предполож. оскопление Aesch.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χλοῦνις]], ιος, ἡ, like [[χλούνης]]<br />a [[word]] of [[unknown]] [[sense]], perhaps [[freshness]], [[youthful]] [[vigour]], Aesch.
|mdlsjtxt=[[χλοῦνις]], ιος, ἡ, like [[χλούνης]]<br />a [[word]] of [[unknown]] [[sense]], perhaps [[freshness]], [[youthful]] [[vigour]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 17:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλοῦνις Medium diacritics: χλοῦνις Low diacritics: χλούνις Capitals: ΧΛΟΥΝΙΣ
Transliteration A: chloûnis Transliteration B: chlounis Transliteration C: chloynis Beta Code: xlou=nis

English (LSJ)

ἡ, virility, σπέρματός τ' ἀποφθοραὶ (Musgrave ἀποφθορᾷ) παίδων κακοῦται χ. A.Eu.188.

German (Pape)

[Seite 1360] ἡ, das Verschneiden, Entmannen (vgl. χλούνης), oder nach Andern das blühende Knabenalter (?); σπέρματός τ' ἀποφθορᾷ παίδων κακοῦται χλοῦνις Aesch. Eum. 179, v.l. κακοῦ τε χλοῦνις; der Vers ist verderbt, die Bedeutung unklar.

French (Bailly abrégé)

(ἡ) :
fleur de jeunesse, puberté ; p. ext. pubis ou sexe de l'homme.
Étymologie: χλούνης.

Russian (Dvoretsky)

χλοῦνις: εως ἡ предполож. оскопление Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

χλοῦνις: ἡ, λέξις τις ἀπαντῶσα ἐν Αἰσχύλ. Εὐμεν. 189, καὶ ὑποκειμένη εἰς τὰς αὐτὰς ἀμφιβολίας εἰς ἃς καὶ τὸ χλούνης, αἵτινες ἐπαυξάνονται ὡς ἐκ τῆς ἐφθαρμένης καταστάσεως τοῦ χωρίου (ἴδε Ἕρμανν. ἐν τόπῳ). Τὸ Μεδ. Ἀντίγραφον φέρει σπέρματός τ’ ἀποφθοραὶ (Schütz ἀποφθορᾷ) παίδων κακοῦται χλ., καὶ παρέχεται ἡ σημασία τῆς χλωρᾶς ἡλικίας, ἢ νεανικῆς ἀκμῆς καὶ ζωηρότητος. 2) ἕτεροι παραδέχονται τὴν διόρθωσιν τοῦ Stanley (ἥτις στηρίζεται ἐπὶ τῆς πρώτης ἑρμηνείας τοῦ χλούνης), κακή τε χλοῦνις ἠδ’ ἀκρωνία, εὐνουχισμὸς καὶ ἀκρωτηριασμός˙ ἀλλὰ πρβλ. ἀκρωνία.

Greek Monolingual

-ούνεως, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) η νεανική ηλικία ή, κατ' άλλους, ο ευνουχισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλούνης + κατάλ. -ις (πρβλ. δύναμ-ις). Αξίζει να σημειωθεί ότι η λ. έχει θετική σημ., σε αντιδιαστολή προς τη μειωτική σημ. του τ. χλούνης].

Greek Monotonic

χλοῦνις: ἡ, λέξη άγνωστης σημασίας (όπως χλούνης), πιθ. φρεσκάδα, νεανική ακμή, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

χλοῦνις, ιος, ἡ, like χλούνης
a word of unknown sense, perhaps freshness, youthful vigour, Aesch.