ἀδείμαντος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ne s'effraie pas : [[ἀδείμαντος]] ἐμαυτῆς ESCHL sans crainte pour moi-même;<br /><b>2</b> où il n’y a rien à craindre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[δειμαίνω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ne s'effraie pas : [[ἀδείμαντος]] ἐμαυτῆς ESCHL sans crainte pour moi-même;<br /><b>2</b> où il n’y a rien à craindre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[δειμαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀδείμαντος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[безбоязненный]], [[неустрашимый]] ([[παῖς]] Pind.): οὐκ ἀ. [[ἑαυτοῦ]] Aesch. боящийся за себя; [[ὅστις]] ἦλθ᾽ ἀδειμάντῳ [[ποδί]] Eur. который бесстрашно прошел;<br /><b class="num">2)</b> [[не внушающий страха]], [[безопасный]] ([[οἰκία]] Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀδείμαντος:''' -ον ([[δειμαίνω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[άφοβος]], [[ατρόμητος]], σε Πίνδ. κ.λπ.· επίρρ. [[ἀδειμάντως]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκεί]] όπου δεν υπάρχει, δεν υφίσταται [[φόβος]], αυτός που δεν προξενεί φόβο· [[οἰκία]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀδείμαντος:''' -ον ([[δειμαίνω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[άφοβος]], [[ατρόμητος]], σε Πίνδ. κ.λπ.· επίρρ. [[ἀδειμάντως]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκεί]] όπου δεν υπάρχει, δεν υφίσταται [[φόβος]], αυτός που δεν προξενεί φόβο· [[οἰκία]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀδείμαντος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[безбоязненный]], [[неустрашимый]] ([[παῖς]] Pind.): οὐκ ἀ. [[ἑαυτοῦ]] Aesch. боящийся за себя; [[ὅστις]] ἦλθ᾽ ἀδειμάντῳ [[ποδί]] Eur. который бесстрашно прошел;<br /><b class="num">2)</b> [[не внушающий страха]], [[безопасный]] ([[οἰκία]] Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δειμαίνω]]<br /><b class="num">1.</b> [[fearless]], [[dauntless]], Pind., etc.:—adv. -τως, Aesch.<br /><b class="num">2.</b> [[where]] no [[fear]] is, [[οἰκία]] Luc.
|mdlsjtxt=[[δειμαίνω]]<br /><b class="num">1.</b> [[fearless]], [[dauntless]], Pind., etc.:—adv. -τως, Aesch.<br /><b class="num">2.</b> [[where]] no [[fear]] is, [[οἰκία]] Luc.
}}
}}

Revision as of 17:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδείμαντος Medium diacritics: ἀδείμαντος Low diacritics: αδείμαντος Capitals: ΑΔΕΙΜΑΝΤΟΣ
Transliteration A: adeímantos Transliteration B: adeimantos Transliteration C: adeimantos Beta Code: a)dei/mantos

English (LSJ)

ον, (δειμαίνω) A fearless, dauntless, Pi.N.10.17, etc.; ἦλθ' ἀ. ποδί E.Rh.697: c. gen., ἐμαυτῆς ἀ. without fear for myself, A.Pers.162. Adv. -τως Id.Ch.771. 2 where no fear is, οἰκία Luc.Philops.31.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne s'effraie pas : ἀδείμαντος ἐμαυτῆς ESCHL sans crainte pour moi-même;
2 où il n’y a rien à craindre.
Étymologie: , δειμαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀδείμαντος:
1) безбоязненный, неустрашимый (παῖς Pind.): οὐκ ἀ. ἑαυτοῦ Aesch. боящийся за себя; ὅστις ἦλθ᾽ ἀδειμάντῳ ποδί Eur. который бесстрашно прошел;
2) не внушающий страха, безопасный (οἰκία Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀδείμαντος: -ον, (δειμαίνω) ἄφοβος, ἀκατάπληκτος, Πινδ. Ν. 10. 30, κτλ.· μ. γεν., ἀδ. ἐμαυτῆς, ἄνευ φόβου περὶ ἐμαυτῆς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 162: - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. Χο. 771. 2) ἔνθα οὐδεὶς ἔγκειται φόβος, ὁ μὴ παρέχων φόβον, οἰκία, Λουκ. Φιλόψ. 31.

English (Slater)

ᾰδείμαντος fearless, of Herakles ἀθανάτων βασιλεὺς αὐλὰν ἐσῆλθεν, σπέρμ' ἀδείμαντον φέρων Ἡρακλέος (N. 10.17) τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα (I. 1.12)

Greek Monotonic

ἀδείμαντος: -ον (δειμαίνω),
1. άφοβος, ατρόμητος, σε Πίνδ. κ.λπ.· επίρρ. ἀδειμάντως, σε Αισχύλ.
2. εκεί όπου δεν υπάρχει, δεν υφίσταται φόβος, αυτός που δεν προξενεί φόβο· οἰκία, σε Λουκ.

Middle Liddell

δειμαίνω
1. fearless, dauntless, Pind., etc.:—adv. -τως, Aesch.
2. where no fear is, οἰκία Luc.