ἀλόη: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />aloès, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' -.
|btext=ης (ἡ) :<br />aloès, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' -.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλόη:''' ἡ бот. алоэ, столетник Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀλόη]]) (νεοελλ. και αλοή και αλουή)<br />[[ονομασία]] διαφόρων [[φυτών]], με θεραπευτικές ιδιότητες, από τα οποία γνωστότερη [[είναι]] η [[αλόη]] τών φαρμακείων<br /><b>νεοελλ.</b><br />πικρή [[γεύση]], [[φαρμάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. άγνωστης ετυμολ. [[πιθανώς]] ανατολικής προελεύσεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[ἀλοηδάριον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αλοΐνες</i>, <i>αλοΐτης</i>].
|mltxt=η (Α [[ἀλόη]]) (νεοελλ. και αλοή και αλουή)<br />[[ονομασία]] διαφόρων [[φυτών]], με θεραπευτικές ιδιότητες, από τα οποία γνωστότερη [[είναι]] η [[αλόη]] τών φαρμακείων<br /><b>νεοελλ.</b><br />πικρή [[γεύση]], [[φαρμάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. άγνωστης ετυμολ. [[πιθανώς]] ανατολικής προελεύσεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[ἀλοηδάριον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αλοΐνες</i>, <i>αλοΐτης</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλόη:''' ἡ бот. алоэ, столетник Plut.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 17:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλόη Medium diacritics: ἀλόη Low diacritics: αλόη Capitals: ΑΛΟΗ
Transliteration A: alóē Transliteration B: aloē Transliteration C: aloi Beta Code: a)lo/h

English (LSJ)

ἡ, A bitter aloes, Aloe vera, Dsc.3.22, Plu.2.141f, etc. 2 = ἀγάλλοχον, LXX Ca.4.15 (in Heb. form ἀλώθ), Ev.Jo.19.39. 3 ἀ. γαλλική, = γεντιανή, Ps.-Dsc.3.3. 4 ἀ. ἡπατῖτις, hepatic aloes, Aloe Perryi, Gp.6.6.2.

German (Pape)

[Seite 108] ἡ, die Aloe, Diosc.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
aloès, plante.
Étymologie: -.

Russian (Dvoretsky)

ἀλόη: ἡ бот. алоэ, столетник Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλόη: ἡ, = ἡ ἀλόη, Διοσκ. 3. 25, Πλούτ., ὁ ἀλόας, ὁ ὀπὸς τῆς ἀλόης, Φιλοπ. ἐν Ἀριστ. π. Ζ. μορ. 389. Hayd.

English (Strong)

of foreign origin (compare ἀκάνθινος); aloes (the gum): aloes.

English (Thayer)

(on the accent see Chandler § 149), (ης, ἡ, (commonly ξυλαλόν, ἀγάλλοχον), Plutarch, "the aloe, aloes: Herodotus, the Egyptians did), Hebrew אֲהָלִים and אֲהָלות (see Muhlau and Volck under the words), Alluwe; Linn.: Excoecaria Agallochum. Cf. Winer s RWB under the word Aloe (Low § 235; BB. DD.).

Greek Monolingual

η (Α ἀλόη) (νεοελλ. και αλοή και αλουή)
ονομασία διαφόρων φυτών, με θεραπευτικές ιδιότητες, από τα οποία γνωστότερη είναι η αλόη τών φαρμακείων
νεοελλ.
πικρή γεύση, φαρμάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. πιθανώς ανατολικής προελεύσεως.
ΠΑΡ. μσν. ἀλοηδάριον
νεοελλ.
αλοΐνες, αλοΐτης].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: bitter aloe, Aloe vera (Dsc.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]
Etymology: As for ἀγάλοχον (q.v.) one supposes an orientalal loanword; Lewy Fremdw. 36.

Frisk Etymology German

ἀλόη: {alóē}
Grammar: f.
Meaning: Aloe (Dsk., Plu. u. a.).
Etymology: Wie ἀγάλοχον (s. d.) orientalisches LW aus unbekannter Quelle. Vgl. außer der dort genannten Lit. auch Lewy Fremdw. 36.
Page 1,77

Chinese

原文音譯:¢lÒh 阿羅誒
詞類次數:名詞(1)
原文字根:沉香 木
字義溯源:沉香;參閱希伯來文(אָהָל‎ / אֲהָלֹות‎ / אֲהָלִים‎)=沉香木)
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編
1) 沉香的(1) 約19:39